Ο όρος "2.5G" αναφέρεται σε τεχνολογία που ταξινομείται ως ουσιαστικό.
/ˈtuː pɔɪnt faɪv dʒiː/
Ο όρος "2.5G" αναφέρεται σε μια τεχνολογία ασύρματης επικοινωνίας που είναι ενδιάμεση μεταξύ της δεύτερης (2G) και της τρίτης γενιάς (3G). Η τεχνολογία αυτή υποστηρίζει ταχύτερες ταχύτητες δεδομένων και δυνατότητες πολυμέσων σε σχέση με την 2G, αλλά δεν είναι τόσο γρήγορη όσο η 3G. Χρησιμοποιείται κυρίως για την περιήγηση στο διαδίκτυο, την αποστολή μηνυμάτων και την υποστήριξη εφαρμογών.
Η χρήση της είναι πιο συχνή στο γραπτό πλαίσιο, καθώς οι τεχνολογίες επικοινωνίας συχνά αναφέρονται σε τεχνικά κείμενα, άρθρα ή βιομηχανικές αναφορές.
Η αναβάθμιση του δικτύου σε 2.5G βελτίωσε σημαντικά την ταχύτητα του διαδικτύου μας.
Many mobile devices now support 2.5G connectivity.
Πολλές κινητές συσκευές υποστηρίζουν τώρα συνδεσιμότητα 2.5G.
The transition from 2G to 2.5G allowed for better data services.
Ο όρος "2.5G" δεν χρησιμοποιείται συνήθως σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να εμφανιστεί σε τεχνικά ή βιομηχανικά συμφραζόμενα:
"Με το 2.5G, οι χρήστες μπορούν να απολαμβάνουν ταχύτερες ταχύτητες λήψης."
"The introduction of 2.5G marked a significant improvement in mobile communication."
"Η εισαγωγή του 2.5G σήμανε σημαντική βελτίωση στην κινητή επικοινωνία."
"Companies are investing in 2.5G technology to enhance connectivity."
Ο όρος "2.5G" προέρχεται από την αρίθμηση γενιών (2G, 3G) στην ασύρματη τεχνολογία, με το "2.5" να υποδηλώνει το ενδιάμεσο επίπεδο μεταξύ των 2G και 3G.
Με την χρήση του όρου 2.5G, είναι σαφές ότι αναφερόμαστε σε μια transitioning τεχνολογία που βελτίωσε τη σύνδεση αλλά δεν έχει φτάσει στις εξελιγμένες δυνατότητες των νεότερων γενιών κινητής τηλεφωνίας.