Το "401(k)" είναι όρος που αναφέρεται σε έναν τύπο συνταξιοδοτικού προγράμματος στις Ηνωμένες Πολιτείες.
/ˈfɔr.ti.ˈwʌn keɪ/
Το 401(k) είναι ένα πρόγραμμα αποταμίευσης συνταξιοδότησης που προσφέρεται από εργοδότες και επιτρέπει στους υπαλλήλους να αποταμιεύουν μέρος του μισθού τους πριν από φόρους. Οι εισφορές μειώνουν το φορολογητέο εισόδημα του υπαλλήλου, ενώ οι επενδυμένοι πόροι αναπτύσσονται φοροαπαλλαγμένα έως την ηλικία συνταξιοδότησης, όταν οι υπάλληλοι θα πληρώσουν φόρους.
Η χρήση του 401(k) είναι συχνή στον γραπτό λόγο, κυρίως σε οικονομικά ή χρηματιστηριακά κείμενα, αλλά και στον προφορικό λόγο, όταν συζητούνται θέματα συνταξιοδότησης ή οικονομικών στρατηγικών.
Πολλοί υπάλληλοι συμβάλλουν στα προγράμματα 401(k) τους για να αποταμιεύσουν για τη συνταξιοδότηση.
It's important to start investing in a 401(k) early in your career.
Είναι σημαντικό να αρχίσετε να επενδύετε σε ένα 401(k) νωρίς στην καριέρα σας.
You can choose different investment options for your 401(k) account.
Ο όρος "401(k)" χρησιμοποιείται κυρίως σε χρηματοοικονομικά συμφραζόμενα, αλλά υπάρχουν κάποιες ιδιωματικές εκφράσεις που σχετίζονται με τη συνταξιοδότηση:
"Η μέγιστη συμβολή στο 401(k) σας μπορεί να οδηγήσει σε σημαντικές αποταμιεύσεις."
"Don't overlook the employer match for your 401(k) contributions."
"Μην παραβλέπετε την αντιπάροχο του εργοδότη για τις συμβολές σας στο 401(k)."
"A well-funded 401(k) is a crucial part of your retirement plan."
"Ένα καλά χρηματοδοτούμενο 401(k) είναι ένα κρίσιμο μέρος του συνταξιοδοτικού σας σχεδίου."
"Adjusting your 401(k) investments based on market trends is essential."
Ο όρος "401(k)" προέρχεται από τον αμερικανικό φορολογικό κώδικα, συγκεκριμένα την ενότητα 401, υποενότητα k, η οποία καθορίζει τις προϋποθέσεις για αυτά τα προγράμματα αποταμίευσης.
Συνώνυμα: - Retirement plan (Σχέδιο συνταξιοδότησης)
Αντώνυμα: - Traditional pension (Παραδοσιακή σύνταξη) - Non-contributory retirement plan (Μη-συμβατό σχέδιο συνταξιοδότησης)