ADL (Activities of Daily Living) είναι μια συντομογραφία που αναφέρεται σε μια ομάδα δραστηριοτήτων. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, δεν είναι μία μόνο λέξη, αλλά προέρχεται από την έννοια των "Δραστηριοτήτων της Καθημερινής Ζωής."
/ˈeɪ.diː.ɛl/
Ο όρος ADL αναφέρεται στις βασικές δραστηριότητες που χρειάζεται να εκτελούν οι άνθρωποι καθημερινά για να φροντίζουν τον εαυτό τους. Αυτές οι δραστηριότητες περιλαμβάνουν, αλλά δεν περιορίζονται σε, το ντύσιμο, το φαγητό, την περιποίηση και την κινητικότητα. Χρησιμοποιείται συχνά στον τομέα της υγειονομικής περίθαλψης και της αποκατάστασης για να αξιολογηθεί η ανεξαρτησία ενός ατόμου.
Ο όρος "ADL" χρησιμοποιείται κυρίως σε ιατρικά και επαγγελματικά πλαίσια και όχι τόσο στον καθημερινό προφορικό λόγο. Η συχνότητα χρήσης είναι υψηλή σε κλινικά και ερευνητικά περιβάλλοντα.
Ο θεραπευτής αξιολόγησε τις ADL του ασθενή για να προσδιορίσει το επίπεδο ανεξαρτησίας του.
Improving ADL skills can greatly enhance the quality of life for elderly individuals.
Ο όρος ADL δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις. Ωστόσο, μπορεί να συνδυαστεί με άλλους όρους στην ιατρική και θεραπευτική γλώσσα. Ακολουθούν μερικές παραδείγματα:
"Χρειάζεται βοήθεια με τις ADLs του λόγω της ανάρρωσης από την επέμβαση."
"ADLs are essential indicators in assessing a patient's rehabilitation progress."
Ο όρος "ADL" προέρχεται από τη φράση "Activities of Daily Living," η οποία χρησιμοποιείται στον τομέα της υγειονομικής περίθαλψης για να περιγράψει τις βασικές καθημερινές δραστηριότητες ενός ατόμου.
Συνώνυμα: - Basic self-care activities (Βασικές δραστηριότητες αυτοφροντίδας)
Αντώνυμα: - Dependency (Εξάρτηση)
μερικές φορές χρησιμοποιείται και ως ανεξαρτησία.