Η φράση "Abraham begat Isaac" περιλαμβάνει ρήμα και ονόματα, όπου το "begat" είναι το ρήμα και τα "Abraham" και "Isaac" είναι ονόματα.
/ˈeɪbrəhæm bɪˈɡæt ˈaɪsək/
Ο όρος "begat" είναι ο αρχαϊκός τύπος του ρήματος "to beget," που σημαίνει να γεννήσεις ή να δημιουργήσεις. Χρησιμοποιείται κυρίως στη βιβλική ή αρχαία γραφή, όπου συχνά συνδέεται με τη γενεαλογία. "Abraham begat Isaac" σημαίνει ότι ο Αβραάμ είναι ο πατέρας του Ισαάκ.
Συχνότητα χρήσης: Χρησιμοποιείται κυρίως σε γραπτά κείμενα, ειδικά σε θρησκευτικά ή ιστορικά συμφραζόμενα, και λιγότερο στον προφορικό λόγο.
Ο Αβραάμ γέννησε τον Ισαάκ στην βιβλική αφήγηση.
In the lineage of Jesus, it is stated that Abraham begat Isaac.
Στη γενεαλογία του Ιησού, αναφέρεται ότι ο Αβραάμ γέννησε τον Ισαάκ.
Many refer to the story where Abraham begat Isaac as foundational.
Η φράση δεν είναι ευρέως διαδεδομένη ως μέρος ιδιωματικών εκφράσεων στην σύγχρονη αγγλική, ωστόσο υπάρχουν άλλες σχετικές φράσεις που σχετίζονται με τη γενεαλογία και τη γέννηση:
Πολλοί θέλουν να δημιουργήσουν μια κληρονομία που θα θυμούνται τα παιδιά τους.
"Every father begets his own image"
Είναι αλήθεια ότι κάθε πατέρας δημιουργεί την εικόνα του στα παιδιά του.
"Begetting knowledge"
Η λέξη "begat" είναι η απλή παρελθοντική μορφή του ρήματος "beget," που προέρχεται από την πρώιμη μέση αγγλική "bīgetten" και έχει τις ρίζες της στην παλαιά αγγλική "begietan", που σημαίνει "να γεννήσει" ή "να προκαλέσει."
Συνώνυμα: - Generated - Sired - Procreated
Αντώνυμα: - Terminated - Prevented - Stopped