Advent - Ουσιαστικό.
/ˈæd.vɛnt/
Η λέξη "Advent" προέρχεται από το Λατινικό "adventus", το οποίο σημαίνει "έλευση". Στη Χριστιανική παράδοση, αναφέρεται στην περίοδο προετοιμασίας για τα Χριστούγεννα, η οποία ξεκινά τέσσερις Κυριακές πριν από την 25η Δεκεμβρίου. Αυτή η περίοδος συνδέεται με τη προσμονή της γέννησης του Χριστού και επισημαίνεται με ειδικές τελετές και έθιμα.
Η λέξη χρησιμοποιείται κυρίως στο γραπτό πλαίσιο, αλλά μπορεί επίσης να εμφανίζεται σε προφορικές συζητήσεις, ιδιαίτερα σε θρησκευτικά ή πολιτιστικά περιβάλλοντα.
Ο ερχομός είναι μια περίοδος προετοιμασίας για πολλούς Χριστιανούς.
During Advent, many families light a candle each week.
Κατά τον ερχομό, πολλές οικογένειες ανάβουν ένα κερί κάθε εβδομάδα.
Church services often feature special Advent traditions.
Η λέξη "Advent" είναι να χρησιμοποιείται λιγότερο σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά συνδέεται με συγκεκριμένες τελετές και πρακτικές της περιόδου:
Το ημερολόγιο του ερχομού μετράει αντίστροφα για τα Χριστούγεννα.
It's traditional to prepare an Advent wreath.
Είναι παράδοση να ετοιμάσουμε ένα στεφάνι ερχομού.
Many people reflect on their lives during Advent.
Πολλοί άνθρωποι στοχάζονται για τις ζωές τους κατά την περίοδο του ερχομού.
Advent services often emphasize hope and waiting.
Η λέξη "Advent" προέρχεται από το Λατινικό "adventus", που σημαίνει "έλευση" ή "εμφάνιση". Οι ρίζες της λέξης μπορούν να ανιχνευτούν στη Λατινική γλώσσα και συνδέονται με τη λέξη "advenire", δηλαδή "να έρθει".
Συνώνυμα: - Έλευση - Προετοιμασία
Αντώνυμα: - Αποχώρηση - Λήξη