Ουσιαστικό
/ˈbɔːlkən splɪnt/
Ο όρος "Balkan splint" αναφέρεται σε έναν συγκεκριμένο τύπο νάρθηκα που χρησιμοποιείται για την immobilization (αδρανοποίηση) κατεστραμμένων ή σπασμένων οστών. Συνήθως χρησιμοποιείται στον τομέα της ιατρικής, ειδικά στην ορθοπεδική, για την παροχή στήριξης και προστασίας σε τραυματισμένα μέρη του σώματος.
Η χρήση του είναι συχνότερη στο γραπτό πλαίσιο, κυρίως σε ιατρικά κείμενα και επιστημονικές δημοσιεύσεις, αλλά μπορεί να συναντηθεί και σε προφορικούς διαλόγους, ιδίως μεταξύ επαγγελματιών υγείας.
Ο γιατρός έβαλε έναν βαλκανικό νάρθηκα για να σταθεροποιήσει το σπασμένο χέρι.
In cases of severe injury, a Balkan splint is often used in emergency rooms.
Σε περιπτώσεις σοβαρού τραυματισμού, ένας βαλκανικός νάρθηκας χρησιμοποιείται συχνά στα επείγοντα περιστατικά.
The Balkan splint was designed to be lightweight and easy to apply.
Ο όρος "Balkan splint" δεν είναι συνηθισμένος σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά συχνά συνοδεύεται από ιατρικούς όρους και μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε φράσεις που σχετίζονται με την ιατρική περίθαλψη. Παρόλα αυτά, παρακάτω είναι μερικές προτάσεις που μπορεί να αποδοθούν με ευρύτερο ιατρικό πλαίσιο:
Έπρεπε να μάθει πώς να εφαρμόσει σωστά έναν βαλκανικό νάρθηκα στην εκπαίδευση πρώτων βοηθειών.
The effectiveness of the Balkan splint was evident in the patient’s recovery process.
Η λέξη "Balkan" προέρχεται από την ονομασία "Βαλκάνια", που αναφέρεται στην περιοχή της Νοτιοανατολικής Ευρώπης, και "splint" προέρχεται από τη γερμανική λέξη "splinte", που σημαίνει "θραύσμα" ή "κομμάτι", αναφερόμενη σε υλικά στήριξης.
Συνώνυμα - Support brace - Orthopedic splint
Αντώνυμα - Flexible bandage (ευέλικτος επίδεσμος) - Free movement (ελεύθερη κίνηση)
Αυτή η ανασκόπηση της λέξης "Balkan splint" καλύπτει τις βασικές πτυχές της χρησιμοποιούμενης έννοιας, παραδείγματα και άλλες συναφείς πληροφορίες που θα μπορούσαν να είναι χρήσιμες.