Bank - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

Bank (αγγλικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Το "bank" είναι ουσιαστικό (noun).

Φωνητική μεταγραφή

Η φωνητική μεταγραφή του "bank" είναι /bæŋk/.

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη "bank" έχει αρκετές σημασίες ανάλογα με το συμφραζόμενο. 1. Τράπεζα: Ένας οργανισμός που παρέχει χρηματοοικονομικές υπηρεσίες, όπως καταθέσεις, δάνεια κ.λπ. 2. Όχθη: Η περιοχή στο πλάι ενός ποταμού ή μιας λίμνης. 3. Αποθετήριο: Ιδιαίτερα σε έναν συλλογικό ή χώρο αποθήκευσης όπου μπορεί να γίνουν καταθέσεις ή αποθήκες.

Στη γλώσσα των Αγγλικών, η λέξη "bank" χρησιμοποιείται συχνά στο πλαίσιο των χρηματοοικονομικών και τραπεζικών υπηρεσιών. Είναι πιο κοινή στον προφορικό λόγο και σε επαγγελματικά περιβάλλοντα.

Παραδειγματικές προτάσεις

  1. I need to go to the bank to deposit my paycheck.
  2. Χρειάζομαι να πάω στην τράπεζα για να καταθέσω την επιταγή μου.

  3. The river bank was covered with beautiful flowers.

  4. Η όχθη του ποταμού ήταν γεμάτη με όμορφα λουλούδια.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "bank" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στην αγγλική γλώσσα:

  1. To bank on it
  2. Αυτό σημαίνει να βασίζεσαι κάπου ή σε κάποιον.
  3. Example: "You can bank on her to finish the project."
  4. Μπορείς να βασιστείς πάνω της για να ολοκληρώσει το έργο.

  5. To break the bank

  6. Αυτό σημαίνει να ξοδέψεις περισσότερα χρήματα από όσα επιτρέπεται ή είναι λογικό.
  7. Example: "That vacation is going to break the bank."
  8. Αυτές οι διακοπές θα μας στοιχίσουν πολύ.

  9. A last-minute bank

  10. Αφορά μια τελευταία προσπάθεια ή επιλογή.
  11. Example: "We made a last-minute bank to get the insurance."
  12. Κάναμε μια τελευταία προσπάθεια για να πάρουμε την ασφάλιση.

  13. To bank on someone's good will

  14. Να βασίζεσαι στην καλή θέληση κάποιου άλλου.
  15. Example: "We're banking on his good will to help us."
  16. Βασιζόμαστε στην καλή του θέληση για να μας βοηθήσει.

  17. Bankable

  18. Χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που μπορεί να αποφέρει κέρδη.
  19. Example: "Her idea is very bankable."
  20. Η ιδέα της είναι πολύ κερδοφόρα.

Ετυμολογία

Η λέξη "bank" προέρχεται από την παλαιά γαλλική λέξη "banque", η οποία έχει τις ρίζες της στην ιταλική λέξη "banca", που σημαίνει "πάγκος" (όπου οι έμποροι θα συναλλάσσονται).

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - Financial institution (χρηματοοικονομικό ίδρυμα) - Savings and loan association (συνεταιριστική τράπεζα)

Αντώνυμα: - Bankruptcy (χρεοκοπία) - Debt (χρέος)

Αυτά τα στοιχεία παρέχουν μια ολοκληρωμένη κατανόηση της λέξης "bank" στη γλώσσα των Αγγλικών μαζί με τα αντίστοιχα χαρακτηριστικά της στα Ελληνικά.



25-07-2024