Το "bank" είναι ουσιαστικό (noun).
Η φωνητική μεταγραφή του "bank" είναι /bæŋk/.
Η λέξη "bank" έχει αρκετές σημασίες ανάλογα με το συμφραζόμενο. 1. Τράπεζα: Ένας οργανισμός που παρέχει χρηματοοικονομικές υπηρεσίες, όπως καταθέσεις, δάνεια κ.λπ. 2. Όχθη: Η περιοχή στο πλάι ενός ποταμού ή μιας λίμνης. 3. Αποθετήριο: Ιδιαίτερα σε έναν συλλογικό ή χώρο αποθήκευσης όπου μπορεί να γίνουν καταθέσεις ή αποθήκες.
Στη γλώσσα των Αγγλικών, η λέξη "bank" χρησιμοποιείται συχνά στο πλαίσιο των χρηματοοικονομικών και τραπεζικών υπηρεσιών. Είναι πιο κοινή στον προφορικό λόγο και σε επαγγελματικά περιβάλλοντα.
Χρειάζομαι να πάω στην τράπεζα για να καταθέσω την επιταγή μου.
The river bank was covered with beautiful flowers.
Η λέξη "bank" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στην αγγλική γλώσσα:
Μπορείς να βασιστείς πάνω της για να ολοκληρώσει το έργο.
To break the bank
Αυτές οι διακοπές θα μας στοιχίσουν πολύ.
A last-minute bank
Κάναμε μια τελευταία προσπάθεια για να πάρουμε την ασφάλιση.
To bank on someone's good will
Βασιζόμαστε στην καλή του θέληση για να μας βοηθήσει.
Bankable
Η λέξη "bank" προέρχεται από την παλαιά γαλλική λέξη "banque", η οποία έχει τις ρίζες της στην ιταλική λέξη "banca", που σημαίνει "πάγκος" (όπου οι έμποροι θα συναλλάσσονται).
Συνώνυμα: - Financial institution (χρηματοοικονομικό ίδρυμα) - Savings and loan association (συνεταιριστική τράπεζα)
Αντώνυμα: - Bankruptcy (χρεοκοπία) - Debt (χρέος)
Αυτά τα στοιχεία παρέχουν μια ολοκληρωμένη κατανόηση της λέξης "bank" στη γλώσσα των Αγγλικών μαζί με τα αντίστοιχα χαρακτηριστικά της στα Ελληνικά.