Η λέξη "bell" αναφέρεται κυρίως σε ένα μεταλλικό αντικείμενο που παράγει ήχο όταν χτυπηθεί. Χρησιμοποιείται σε ποικίλες καταστάσεις, όπως οι καμπάνες σε εκκλησίες, οι ξυπνητήρια, και ως ειδοποίηση. Είναι πιο συχνά χρησιμοποιούμενη στον προφορικό λόγο, αλλά και στο γραπτό πλαίσιο.
The church bell rang at noon.
(Η καμπάνα της εκκλησίας χτύπησε μεσημέρι.)
I heard the bell ringing when school was over.
(Άκουσα την καμπάνα να χτυπάει όταν τελείωσε το σχολείο.)
She bought a small bell for her cat's collar.
(Αγόρασε μια μικρή καμπάνα για το κολάρο της γάτας.)
Η λέξη "bell" εμφανίζεται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στην αγγλική γλώσσα. Ορισμένες από αυτές είναι:
Πρόταση: That name rings a bell, but I can't remember where I've heard it before.
(Αυτό το όνομα μου φαίνεται γνωστό, αλλά δεν μπορώ να θυμηθώ πού το έχω ακούσει πριν.)
Bells and whistles
Πρόταση: The new smartphone has a lot of bells and whistles, but it's very expensive.
(Το νέο smartphone έχει πολλές προσθετές δυνατότητες, αλλά είναι πολύ ακριβό.)
Saved by the bell
Η λέξη "bell" προέρχεται από την παλαιά Αγγλική λέξη belle, που έχει ρίζες στο Γερμανικό gellen, που σημαίνει "να ηχεί".
gong (γκόνγκ)
Αντώνυμα:
Αυτές οι πληροφορίες παρέχουν μια ολοκληρωμένη εικόνα της λέξης "bell" στην αγγλική γλώσσα.