Beryl είναι ένα ουσιαστικό.
/bɛr.əl/
Η λέξη "beryl" αναφέρεται σε ένα ορυκτό που ανήκει στην οικογένεια των βηρυλλίων, με τις πιο γνωστές ποικιλίες να είναι η σμαραγδένια (πράσινη) και η ακουαμαρίνα (γαλάζια). Είναι ένα πολύτιμο ορυκτό που χρησιμοποιείται στη γεμολογία για την κατασκευή κοσμημάτων.
Η συχνότητα χρήσης του "beryl" είναι σχετικά σπάνια στην καθημερινή γλώσσα, αλλά συχνά συναντάται σε επιστημονικά και γεμολογικά κείμενα. Χρησιμοποιείται κυρίως σε γραπτό πλαίσιο, λόγω της ειδικής του φύσης.
Το κολιέ είναι φτιαγμένο από ένα εντυπωσιακό πράσινο βηρύλλιο.
Beryl has many varieties, including emerald and aqua.
Το βηρύλλιο έχει πολλές ποικιλίες, συμπεριλαμβανομένων του σμαραγδιού και της ακουαμαρίνας.
The geologist examined the beryl found in the quarry.
Το "beryl" δεν απαντά συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά υπάρχουν γραπτές και λεκτικές αναφορές σε κάποιες γεμολογικές ή επιστημονικές συζητήσεις.
Ωστόσο, υπάρχουν κάποιες εκφράσεις που σχετίζονται με τις ποικιλίες του βηρυλλίου:
Να είναι τόσο πολύτιμο όσο το σμαραγδένιο βηρύλλιο.
Finding a beryl in a field of stones.
Να βρεις ένα βηρύλλιο σε ένα πεδίο από πέτρες.
She wore a ring with a blue aquamarine beryl.
Η λέξη "beryl" προέρχεται από την ελληνική λέξη "βηρύλλος" (beryllos), που αναφερόταν σε ένα είδος ορυκτού.
Συνώνυμα: - Gemstone (πολύτιμος λίθος) - Mineral (ορυκτό)
Αντώνυμα: - Common stone (κοινή πέτρα) - Useless rock (άχρηστη πέτρα)
Με αυτές τις πληροφορίες, ελπίζω να έχετε μια ολοκληρωμένη κατανόηση της λέξης "beryl".