Το "Besnier-Brocq syndrome" αναφέρεται σε ιατρικό όρο, επομένως μπορεί να κατηγοριοποιηθεί ως ουσιαστικό.
/bɛzniɛr brɔk/
Σύνδρομο Μπενιέ-Μπροκ
Το Besnier-Brocq syndrome είναι ένα σπάνιο δερματικό σύνδρομο που χαρακτηρίζεται από ποικιλία δερματικών εκδηλώσεων, κυρίως λευκοδερμία και επιδράσεις στο ανοσοποιητικό σύστημα. Χρησιμοποιείται κυρίως σε ιατρικά κείμενα και μελέτες. Η συχνότητα χρήσης του είναι χαμηλή, καθώς πρόκειται για μια εξειδικευμένη ιατρική κατάσταση που δεν είναι κοινή επιστημονική ορολογία.
Ο ασθενής διαγνώστηκε με σύνδρομο Μπενιέ-Μπροκ μετά την εμφάνιση χαρακτηριστικών συμπτωμάτων.
Treatment options for Besnier-Brocq syndrome are still being researched.
Οι επιλογές θεραπείας για το σύνδρομο Μπενιέ-Μπροκ εξακολουθούν να ερευνώνται.
Individuals with Besnier-Brocq syndrome may require specialized dermatological care.
Επειδή το Besnier-Brocq syndrome είναι μια εξειδικευμένη ιατρική κατάσταση, δεν υπάρχουν πολλές ιδιωματικές εκφράσεις που να περιλαμβάνουν αυτόν τον όρο. Παρ' όλ' αυτά, μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε ειδικές φράσεις που σχετίζονται με ιατρικές συζητήσεις ή έρευνες:
Η διαχείριση των συμπτωμάτων του συνδρόμου Μπενιέ-Μπροκ απαιτεί μια πολυδιάστατη προσέγγιση.
Education about Besnier-Brocq syndrome is crucial for early diagnosis.
Η εκπαίδευση σχετικά με το σύνδρομο Μπενιέ-Μπροκ είναι κρίσιμη για την πρώιμη διάγνωση.
Research on the genetic links to Besnier-Brocq syndrome is ongoing.
Το όνομα "Besnier-Brocq syndrome" προέρχεται από τους ιατρούς που πρώτοι το περιέγραψαν, τον Pierre Besnier και τον Louis Brocq, οι οποίοι εργάστηκαν στον τομέα της δερματολογίας.
Συνώνυμα: Ίσως να μη υπάρχουν απευθείας συνώνυμα λόγω της σπανιότητάς του.
Αντώνυμα: Δεν προκύπτουν αντώνυμα, καθώς πρόκειται για ιατρικό όρο που περιγράφει μια συγκεκριμένη κατάσταση.