Το "black ghetto" είναι μια φράση που συνδυάζει ένα επίθετο ("black") και ένα ουσιαστικό ("ghetto").
/ blæk ˈɡɛtoʊ /
Η φράση "black ghetto" αναφέρεται σε περιοχές ή κοινότητες που χαρακτηρίζονται από υψηλά επίπεδα φτώχειας και κοινωνικών προβλημάτων, κυρίως κατοικούμενες από μαύρους, στις Ηνωμένες Πολιτείες και άλλες χώρες. Συνήθως αυτές οι περιοχές αντιμετωπίζουν ζητήματα όπως η κοινωνική απομόνωση, η εγκληματικότητα και η έλλειψη ευκαιριών. Χρησιμοποιείται σε δημόσιο και ιδιωτικό λόγο, κυρίως σε κοινωνιολογικά και πολιτικά συμφραζόμενα.
"Η κυβέρνηση εφαρμόζει νέες πολιτικές για να βελτιώσει τις συνθήκες διαβίωσης στο μαύρο γκέτο."
"Many artists come from the black ghetto and use their experiences to influence their work."
Η φράση "black ghetto" δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε ιδιωματικές εκφράσεις αλλά μπορεί να συσχετιστεί με κοινωνικοπολιτικά ζητήματα. Εδώ είναι μερικές σχετικές προτάσεις:
"Μπορείς να βρεις έναν πλούτο πολιτισμού στο μαύρο γκέτο που συχνά παραβλέπεται."
"Living in the black ghetto often means facing unique challenges."
"Η ζωή στο μαύρο γκέτο σημαίνει συχνά ότι αντιμετωπίζεις μοναδικές προκλήσεις."
"Education in the black ghetto is a pressing issue that needs to be addressed."
Η λέξη "ghetto" προέρχεται από την ιταλική λέξη "getto," που δήλωνε μια περιοχή όπου οι Εβραίοι ήταν υποχρεωμένοι να ζουν. Αρχικά χρησιμοποιήθηκε για τις Εβραϊκές κοινότητες, αλλά με την πάροδο του χρόνου επεκτάθηκε για να περιγράψει περιοχές σε μεγάλες πόλεις που κατοικούνται από μειονοτικές ομάδες.
Συνώνυμα: - Άσυλο (refuge) - Γειτονιά (neighborhood)
Αντώνυμα: - Πλούσιοι τομείς (wealthy areas) - Κεντρικές επιχειρηματικές περιοχές (central business districts)