Border-side είναι ουσιαστικό.
/ˈbɔːr.dər saɪd/
Η λέξη "border-side" αναφέρεται γενικά σε κάτι που βρίσκεται ή σχετίζεται με τα όρια ή τα σύνορα μιας περιοχής ή χώρας. Χρησιμοποιείται συχνά σε γεωγραφικό ή πολιτικό πλαίσιο για να περιγράψει την περιοχή που βρίσκεται κοντά ή δίπλα σε ένα σύνορο. Στη γλώσσα Αγγλικά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε ποικιλία συμφραζομένων που σχετίζονται με τα σύνορα.
Η χρήση της λέξης είναι πιο συχνή στο γραπτό πλαίσιο, ειδικά σε κείμενα που αφορούν την πολιτική, την ιστορία ή τη γεωγραφία.
Τα χωριά στην πλευρά του συνόρου αντιμετωπίζουν συχνά οικονομικά προβλήματα.
Border-side issues have been a topic of debate for years.
Τα θέματα που σχετίζονται με την πλευρά του συνόρου ήταν θέμα συζήτησης για χρόνια.
They built a fence along the border-side to enhance security.
Η λέξη "border-side" δεν έχει τόσες πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά χρησιμοποιείται σε συγκεκριμένες φράσεις που προκύπτουν στα πολιτικά και γεωγραφικά συμφραζόμενα. Ακολουθούν μερικές παραδείγματα:
Βλέποντας την κατάσταση στην πλευρά του συνόρου, είναι κρίσιμο να διατηρηθεί η ειρήνη.
The border-side communities often rely on cross-border trade.
Οι κοινότητες στην πλευρά του συνόρου συχνά βασίζονται στο διασυνοριακό εμπόριο.
Officials have addressed border-side security concerns.
Οι αξιωματούχοι έχουν ασχοληθεί με τις ανησυχίες για την ασφάλεια στην πλευρά του συνόρου.
There are many cultural exchanges along the border-side.
Υπάρχουν πολλές πολιτιστικές ανταλλαγές κατά μήκος της πλευράς του συνόρου.
Border-side negotiations are essential for diplomatic relations.
Η λέξη "border" προέρχεται από την αγγλοσαξονική λέξη "bord" που σημαίνει "το όριο" ή "η πλευρά", ενώ η λέξη "side" έχει γερμανικές ρίζες και σημαίνει "πλευρά" ή "μεριά".
Συνώνυμα: - Boundary area (περιοχή ορίου) - Border region (περιοχή συνόρου)
Αντώνυμα: - Center (κέντρο) - Interior (εσωτερικό)