Buckskin είναι ουσιαστικό.
/bʌkˌskɪn/
Η λέξη buckskin αναφέρεται σε δέρμα που προέρχεται από ελάφια ή άλλα ζώα, που έχει υποστεί ειδική επεξεργασία για να γίνει μαλακό και ανθεκτικό. Χρησιμοποιείται συχνά στην ένδυση και στα προϊόντα δερματουργίας, καθώς είναι ευχάριστο στην αφή και ανθεκτικό.
Η συχνότητα χρήσης του buckskin είναι σχετικά χαμηλή, αλλά μπορεί να βρεθεί είτε σε γραπτά κείμενα που σχετίζονται με την ιστορία της μόδας, τις παραδοσιακές τεχνικές δερματουργίας, αλλά και σε πορείες που αφορούν την αμερικανική παράδοση. Χρησιμοποιείται πιο συχνά σε γραπτό πλαίσιο παρά στον προφορικό λόγο.
Ο καουμπόης φορούσε ένα τζάκετ από buckskin που φαινόταν και ανθεκτικό και κομψό.
She crafted a handmade bag from soft buckskin leather.
Δημιούργησε μια χειροποίητη τσάντα από μαλακό δέρμα buckskin.
Buckskin has been used by Native Americans for centuries to create clothing and tools.
Με την λέξη buckskin δεν υπάρχουν πολλές γνωστές ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο οι εξής προτάσεις μπορεί να είναι χαρακτηριστικές για την χρήση της σε ειδικά πλαίσια:
"Ήταν ντυμένος στην τρίχα με buckskin και μπότες."
"In the old days, a true frontiersman would always carry a buckskin pouch."
"Στα παλιά χρόνια, ένας αληθινός συνοριοφύλακας θα κουβαλούσε πάντα μια θήκη από buckskin."
"They showcased their buckskin heritage at the festival."
Η λέξη buckskin προέρχεται από τον συνδυασμό των λέξεων "buck", που σημαίνει αρσενικό ελάφι, και "skin", που αναφέρεται στο δέρμα ή τον επικαλυπτικό ιστό.
Συνώνυμα: - Leather (δέρμα) - Suede (μαλακό δέρμα)
Αντώνυμα: - Synthetic material (συνθετικό υλικό) - Polyester (πολυεστέρας)
Αυτές οι πληροφορίες καλύπτουν τη λέξη buckskin και τις χρήσεις της στη γλώσσα Αγγλικά.