CASE - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

CASE (αγγλικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Ο όρος "case" μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως ουσιαστικό και ως ρήμα.

Φωνητική μεταγραφή

Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "case" στο διεθνές φωνητικό αλφάβητο είναι /keɪs/.

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικά

Σημασία της λέξης "case"

Η λέξη "case" χρησιμοποιείται σε πολλές διαφορετικές καταστάσεις στη γλώσσα Αγγλικά. Υποδηλώνει μια περίπτωση ή κατάσταση που μπορεί να είναι γεγονότα ή συνθήκες γύρω από κάτι. Επίσης αναφέρεται σε ένα δοχείο ή κουτί που περιέχει κάτι.

Η "case" είναι μια λέξη που χρησιμοποιείται συχνά και στους δύο τύπους λόγου, προφορικού και γραπτού, με ελαφρώς μεγαλύτερη συχνότητα στο γραπτό λόγο, ειδικά σε νομικά και επιστημονικά κείμενα.

Παραδείγματικές προτάσεις

  1. This is the case we discussed in the meeting yesterday.
  2. Αυτό είναι το κουτί που συζητήσαμε στην συνάντηση χθες.

  3. In this case, the evidence is not sufficient to convict him.

  4. Σε αυτή την περίπτωση, τα αποδεικτικά στοιχεία δεν είναι επαρκή για να τον καταδικάσουν.

  5. The case for the new policy is compelling and backed by research.

  6. Η υπόθεση για τη νέα πολιτική είναι πειστική και υποστηρίζεται από έρευνες.

Ιδιωματικές εκφράσεις με τη λέξη "case"

  1. Make a case for something: To provide reasons in support of something.
  2. She made a case for increasing the budget.
  3. Έκανε μια υπόθεση για την αύξηση του προϋπολογισμού.

  4. In case of: Used to refer to a possible situation.

  5. In case of emergency, please call 911.
  6. Σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης, παρακαλώ καλέστε το 911.

  7. Just in case: As a precaution.

  8. You should take an umbrella, just in case it rains.
  9. Πρέπει να πάρεις ομπρέλα, για να είσαι προετοιμασμένος σε περίπτωση που βρέξει.

  10. A case in point: An instance that illustrates a situation.

  11. The recent scandal is a case in point of the need for reform.
  12. Το πρόσφατο σκάνδαλο είναι μια χαρακτηριστική περίπτωση της ανάγκης για μεταρρύθμιση.

  13. Case closed: A conclusive end to a discussion or investigation.

  14. After reviewing the evidence, the police declared the case closed.
  15. Μετά την εξέταση των αποδεικτικών στοιχείων, η αστυνομία δήλωσε ότι η υπόθεση έκλεισε.

Ετυμολογία

Η λέξη "case" προέρχεται από τη Λατινική λέξη "casus", που σημαίνει "πτώση" ή "περίπτωση", και αντηχεί την ιδέα των καταστάσεων και περιστατικών.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: instance, situation, occasion, box, container.
Αντώνυμα: noncase, absence, not applicable (ανάλογα με την χρήση).

Αυτές οι πληροφορίες καλύπτουν την έννοια και τη χρήση της λέξης "case" στην Αγγλική γλώσσα.



25-07-2024