Ο όρος "case" μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως ουσιαστικό και ως ρήμα.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "case" στο διεθνές φωνητικό αλφάβητο είναι /keɪs/.
Η λέξη "case" χρησιμοποιείται σε πολλές διαφορετικές καταστάσεις στη γλώσσα Αγγλικά. Υποδηλώνει μια περίπτωση ή κατάσταση που μπορεί να είναι γεγονότα ή συνθήκες γύρω από κάτι. Επίσης αναφέρεται σε ένα δοχείο ή κουτί που περιέχει κάτι.
Η "case" είναι μια λέξη που χρησιμοποιείται συχνά και στους δύο τύπους λόγου, προφορικού και γραπτού, με ελαφρώς μεγαλύτερη συχνότητα στο γραπτό λόγο, ειδικά σε νομικά και επιστημονικά κείμενα.
Αυτό είναι το κουτί που συζητήσαμε στην συνάντηση χθες.
In this case, the evidence is not sufficient to convict him.
Σε αυτή την περίπτωση, τα αποδεικτικά στοιχεία δεν είναι επαρκή για να τον καταδικάσουν.
The case for the new policy is compelling and backed by research.
Έκανε μια υπόθεση για την αύξηση του προϋπολογισμού.
In case of: Used to refer to a possible situation.
Σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης, παρακαλώ καλέστε το 911.
Just in case: As a precaution.
Πρέπει να πάρεις ομπρέλα, για να είσαι προετοιμασμένος σε περίπτωση που βρέξει.
A case in point: An instance that illustrates a situation.
Το πρόσφατο σκάνδαλο είναι μια χαρακτηριστική περίπτωση της ανάγκης για μεταρρύθμιση.
Case closed: A conclusive end to a discussion or investigation.
Η λέξη "case" προέρχεται από τη Λατινική λέξη "casus", που σημαίνει "πτώση" ή "περίπτωση", και αντηχεί την ιδέα των καταστάσεων και περιστατικών.
Συνώνυμα: instance, situation, occasion, box, container.
Αντώνυμα: noncase, absence, not applicable (ανάλογα με την χρήση).
Αυτές οι πληροφορίες καλύπτουν την έννοια και τη χρήση της λέξης "case" στην Αγγλική γλώσσα.