Chap είναι ουσιαστικό.
/ʧæp/
Η λέξη "chap" χρησιμοποιείται κυρίως στον προφορικό λόγο και αναφέρεται σε έναν νεαρό άντρα ή αγόρι. Είναι μια ανεπίσημη, φιλική ή καθημερινή αναφορά σε κάποιον, παρόμοια με τον όρο "guy". Χρησιμοποιείται αρκετά στη βρετανική αγγλική.
The chap over there is my brother.
(Ο τύπος εκεί είναι ο αδελφός μου.)
I met a really nice chap at the party last night.
(Γνώρισα έναν πολύ ωραίο φίλο στο πάρτι χθες το βράδυ.)
That chap always makes me laugh.
(Αυτός ο φιλαράκος πάντα με κάνει να γελάω.)
Η λέξη "chap" εμφανίζεται και σε κάποιες ιδιωματικές εκφράσεις, αν και δεν είναι τόσες πολλές όσο κάποιες άλλες με πιο κοινές λέξεις.
He's a good chap.
(Είναι ένας καλός τύπος.)
Don't worry, chap, everything will be fine.
(Μην ανησυχείς, αδελφάκι, όλα θα πάνε καλά.)
That chap knows how to have fun!
(Αυτός ο τύπος ξέρει πώς να διασκεδάζει!)
A chap like him would go far.
(Ένας τύπος σαν αυτόν θα πάει μακριά.)
Η λέξη "chap" προέρχεται από την παλαιά αγγλική λέξη "cēap," που σήμαινε “συμβόλαιο” ή “συναλλαγή”, και αρχικά χρησιμοποιούνταν για να περιγράψει έναν άντρα που συμφωνούσε ή έκανε συμφωνίες, αλλά με την πάροδο του χρόνου απέκτησε τη σημερινή του σημασία.
Συνώνυμα: - Guy - Bloke (κυρίως στην βρετανική αγγλική) - Fella
Αντώνυμα: - Lady (για γυναίκες) - Girlfriend (για κορίτσια)
Αυτές οι πληροφορίες καλύπτουν τη λέξη "chap" και το πώς χρησιμοποιείται στο σύγχρονο αγγλικό λεξιλόγιο.