"CID" είναι ένα αρκτικόλεξο και δεν ανήκει παραδοσιακά σε μια συγκεκριμένη κατηγορία μέρους του λόγου. Στις περισσότερες περιπτώσεις χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό.
ˈsɪd
Το "CID" είναι ένα αρκτικόλεξο που μπορεί να αναφέρεται σε διάφορους όρους σε διαφορετικά πεδία. Στον τομέα της τεχνολογίας, συχνά αναφέρεται στο "Caller ID" (ταυτότητα καλούντος), το οποίο είναι μια λειτουργία τηλεφωνίας που επιτρέπει στον παραλήπτη να δει τον αριθμό του τηλεφωνικού καλούντος. Στο νομικό ή διαχειριστικό πεδίο, μπορεί να αναφέρεται σε "Criminal Investigation Department," το τμήμα εγκληματολογικών ερευνών.
Η χρήση του "CID" ποικίλλει ανάλογα με το πλαίσιο. Στον προφορικό λόγο, είναι συνήθως πιο κοινό στη συζήτηση γύρω από την τηλεφωνία. Στο γραπτό πλαίσιο, μπορεί να εμφανιστεί σε τεχνικές περιγραφές ή νομικά έγγραφα.
Το CID είναι υπεύθυνο για την έρευνα σοβαρών εγκλημάτων.
I checked the CID to see who was calling me before I picked up the phone.
Έλεγξα την ταυτότητα καλούντος για να δω ποιος με καλούσε πριν απαντήσω στο τηλέφωνο.
The new security system includes a feature for CID.
Το "CID" δεν έχει πολλούς ιδιωματικούς τρόπους χρήσης, ωστόσο η αναφορά σε "Caller ID" είναι συχνά συνδεδεμένη με την προσωπική και επαγγελματική επικοινωνία.
"Βεβαιώσου ότι η ταυτότητα καλούντος είναι ενεργοποιημένη ώστε να μπορείς να τσεκάρεις τις κλήσεις."
"The CID system helps avoid unwanted calls."
"Το σύστημα ταυτότητας καλούντος βοηθά στην αποφυγή ανεπιθύμητων κλήσεων."
"I never answer calls without checking the CID first."
Το "CID" είναι ένα αρκτικόλεξο και η ετυμολογία του διαφέρει ανάλογα με τη συγκεκριμένη έννοια. Για παράδειγμα, αν μιλάμε για "Caller ID," η ετυμολογία βασίζεται στις λέξεις "caller" (καλών) και "identifier" (αναγνωριστής).
Αυτές οι πληροφορίες παρέχουν μια ολοκληρωμένη ματιά στο "CID" και τη χρήση του στη γλώσσα Αγγλικά.