Η λέξη "cis" είναι επίθετο (adjective).
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "cis" είναι /sɪs/.
Η λέξη "cis" προέρχεται από τη Λατινική γλώσσα και χρησιμοποιείται κυρίως για να περιγράψει άτομα των οποίων η ταυτότητα φύλου και ο βιολογικός τους φύλο ταιριάζουν (δηλαδή, “cisgender”). Είναι η αντίθεση με τη λέξη "trans", που σημαίνει ότι η ταυτότητα του ατόμου δεν συμπίπτει με το βιολογικό του φύλο. Η χρήση της “cis” είναι αυξανόμενη, κυρίως σε κοινωνικές και ακαδημαϊκές συζητήσεις γύρω από τα θέματα φύλου και σεξουαλικότητας.
Η λέξη "cis" χρησιμοποιείται συχνά σε γραπτό λόγο και ακαδημαϊκά κείμενα, αλλά και σε προφορικό λόγο, ειδικά σε συζητήσεις σχετικά με θέματα φύλου και ταυτότητας. Είναι πιο συχνά σε μεταγενέστερες περιόδους, καθώς οι συζητήσεις γύρω από την ταυτότητα φύλου γίνονται όλο και πιο κοινές.
"Αυτος αυτοπροσδιορίζεται ως cis και είναι υποστηρικτής των δικαιωμάτων των τρανσέξουαλ."
"The term cisgender is often used in discussions about gender identity."
"Ο όρος cisgender χρησιμοποιείται συχνά σε συζητήσεις για την ταυτότητα φύλου."
"Being cis does not exempt someone from understanding the struggles of the trans community."
Η λέξη "cis" δεν χρησιμοποιείται συνήθως σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά σε κοινωνικές και πολιτικές συζητήσεις μπορεί να παρατηρηθούν οι παρακάτω χρήσεις:
"Το προνόμιο cis συχνά παραμένει απαρατήρητο σε πολλές κοινωνικές συγκυρίες."
"Cis individuals should listen to trans voices to better understand their experiences."
"Τα cis άτομα πρέπει να ακούνε τις φωνές των τρανς για να κατανοούν καλύτερα τις εμπειρίες τους."
"In a cis-normative society, those who do not fit into the binary may face discrimination."
Η λέξη "cis" προέρχεται από τη Λατινική λέξη "cis", που σημαίνει "αυτού του πλευρού" ή "από την πλευρά του". Χρησιμοποιείται για να δηλώσει τη συμφωνία μεταξύ φύλου και ταυτότητας.
Συνώνυμα: - Cisgender (cisgender)
Αντώνυμα: - Transgender (transgender)