Cayenne είναι ουσιαστικό.
/keɪˈɛn/
Η λέξη "cayenne" αναφέρεται κυρίως σε ένα είδος πικρής πιπεριάς, επίσης γνωστό ως πιπεριά καγιέν. Χρησιμοποιείται συχνά ως μπαχαρικό στην κουζίνα για να προσδώσει πικάντικη γεύση σε διάφορα πιάτα. Είναι ενεργά χρησιμοποιούμενη τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, κυρίως σε μαγειρικές συνταγές ή συζητήσεις σχετικά με τη γεύση και τα συστατικά.
"I added cayenne to the chili for extra heat."
Μετάφραση: "Πρόσθεσα καγιέν στη σούπα τσίλι για επιπλέον πικράδα."
"Cayenne pepper can boost your metabolism."
Μετάφραση: "Η πιπεριά καγιέν μπορεί να ενισχύσει το μεταβολισμό σου."
"The recipe called for a teaspoon of cayenne."
Μετάφραση: "Η συνταγή ζητούσε ένα κουταλάκι της σούπας καγιέν."
Η λέξη "cayenne" δεν χρησιμοποιείται πολύ σε ιδιωματικές εκφράσεις, όμως συνδέεται με λέξεις που αφορούν την πικάντικη γεύση ή το μαγείρεμα. Ενδεικτικά:
"Add a pinch of cayenne to liven up the dish."
Μετάφραση: "Πρόσθεσε μια πρέζα καγιέν για να ανανεώσεις το πιάτο."
"She likes her food with a kick of cayenne."
Μετάφραση: "Αυτή προτιμά το φαγητό της με μια δόση καγιέν."
"Cayenne in moderation can enhance the flavor of sauces."
Μετάφραση: "Το καγιέν σε μετριότητα μπορεί να ενισχύσει τη γεύση των σαλτσών."
Η λέξη "cayenne" προέρχεται από το γαλλικό "cayenne", που με τη σειρά του προκύπτει από το ισπανικό "cayena" και το πορτογαλικό "cayena", όλα με ρίζες στη γλώσσα Arawak που μιλούν οι ντόπιοι του Βόρειου Νότιας Αμερικής.
Συνώνυμα: - πιπεριά καγιέν - πικρή πιπεριά
Αντώνυμα: - γλυκιά πιπεριά - ήπια γεύση