"Christ Church" είναι μια φράση και δεν ανήκει σε συγκεκριμένο μέρος του λόγου, αλλά ωστόσο μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως ουσιαστικό (proper noun) όταν αναφέρεται σε συγκεκριμένη εκκλησία ή ιδρυματική οργάνωση.
/krɪst tʃɜːrʧ/
"Christ Church" αναφέρεται συνήθως σε συγκεκριμένες εκκλησίες που έχουν ιδρυθεί με τον τίτλο αυτό, ιδιαίτερα στον χριστιανικό κόσμο. Η χρήση της φράσης μπορεί να διαφέρει από εκκλησία σε εκκλησία, καθώς μπορεί να υποδηλώνει μια κοινοτική συνάθροιση ή έναν συγκεκριμένο αθωό πόρο.
Ο όρος χρησιμοποιείται κυρίως στα γραπτά κείμενα ως αναφορά σε εκκλησίες με συγκεκριμένη λατρευτική και ιστορική σημασία. Η φράση είναι επίσης ευρέως αναγνωρίσιμη μέσα στον χριστιανικό κόσμο.
"Πήγα σε μια λειτουργία στην Εκκλησία του Χριστού την περασμένη Κυριακή."
"Christ Church is known for its beautiful architecture."
"Η Εκκλησία του Χριστού είναι γνωστή για την όμορφη αρχιτεκτονική της."
"Many people come together to worship at Christ Church."
Ο όρος "Christ Church" δεν είναι ιδιαίτερα συχνά μέρος ιδιωματικών εκφράσεων. Ωστόσο, μπορεί να συνδυαστεί με άλλες φράσεις ή εκφράσεις που αναφέρονται στη θρησκεία ή τη λατρεία.
"Η κοινότητα της Εκκλησίας του Χριστού συχνά διοργανώνει φιλανθρωπικές εκδηλώσεις."
"Many gatherings at Christ Church are a chance for fellowship."
"Πολλές συγκεντρώσεις στην Εκκλησία του Χριστού είναι ευκαιρίες για κοινωνία."
"The choir of Christ Church performs every Sunday."
Η λέξη "Christ" προέρχεται από το ελληνικό "Χριστός" (Christos), που σημαίνει "ο Χρισμένος". Η λέξη "Church" προέρχεται από την παλαιοαγγλική "cirice", που διέθετε ρίζες στη γερμανική λέξη "kirika".
Συνώνυμα: - Christian Church - Holy Church
Αντώνυμα: - Secular gathering - Non-religious community
Ελπίζω οι πληροφορίες αυτές να είναι χρήσιμες!