Επίθετο
/ˌsɪs.əˈroʊ.ni.ən/
Η λέξη "Ciceronian" αναφέρεται σε κάτι που σχετίζεται με τον Κικέρωνα (Cicero), τον διάσημο Ρωμαίο ρήτορα, πολιτικό και συγγραφέα. Συχνά χρησιμοποιείται για να περιγράψει ρητορικές ικανότητες ή στυλ που θυμίζουν τη ρητορική του Κικέρωνα, συμπεριλαμβανομένου ενός λόγου έντονου, πλούσιου σε ύφος και περιεχόμενο.
Η χρήση της λέξης συνήθως παρατηρείται σε γραπτό πλαίσιο, ιδίως σε ακαδημαϊκά και λογοτεχνικά κείμενα, αν και μπορεί να εμφανιστεί και σε προφορικές συζητήσεις, ιδιαιτέρως σε περιβάλλοντα που συζητούνται θέματα ρητορικής και λογοτεχνίας.
His speech was so Ciceronian that it captivated the entire audience.
(Ο λόγος του ήταν τόσο σικερός που γοήτευσε ολόκληρο το κοινό.)
The professor often refers to Ciceronian techniques in his rhetoric class.
(Ο καθηγητής αναφέρεται συχνά σε σικερούς τεχνικές στην τάξη ρητορικής.)
Many writers aim for a Ciceronian style when crafting persuasive essays.
(Πολλοί συγγραφείς στοχεύουν σε έναν σικερό στυλ όταν συντάσσουν πειστικά δοκίμια.)
Η λέξη "Ciceronian" μπορεί να εμφανιστεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις, αν και δεν είναι πολύ διαδεδομένη. Ωστόσο, μπορεί να σχετίζεται με τις ρητορικές ικανότητες ή τη γλώσσα με συγκεκριμένα παραδείγματα:
A Ciceronian flair in writing can greatly enhance an argument.
(Μια σικερή αύρα στη συγγραφή μπορεί να ενισχύσει σημαντικά μια ατάκα.)
He has a Ciceronian approach to public speaking that draws attention.
(Έχει μια σικερή προσέγγιση στην δημόσια ομιλία που τραβά προσοχή.)
The debate was marked by a Ciceronian tone, appealing to classical rhetoric.
(Η συζήτηση χαρακτηρίστηκε από έναν σικερό τόνο, προσελκύοντας την κλασική ρητορική.)
Mastering Ciceronian techniques can elevate one's persuasive abilities.
(Η κατάκτηση σικερών τεχνικών μπορεί να ανυψώσει τις πειστικές ικανότητες ενός.)
Η λέξη "Ciceronian" προέρχεται από το όνομα του Μάρκου Τυλλίου Κικέρωνα (Marcus Tullius Cicero), ο οποίος έζησε από το 106 π.Χ. έως το 43 π.Χ. και είναι γνωστός για τη συνεισφορά του στη ρητορική και τη φιλοσοφία.
Συνώνυμα: - Ρητορικός (Rhetorical) - Ελκυστικός λόγος (Persuasive speech)
Αντώνυμα: - Αταίριαστος (Incoherent) - Απλός (Simple)