Cistercian: Επίθετο (adjective) και ουσιαστικό (noun).
/ˈsɪstɜːrʃən/
Ο όρος Cistercian αναφέρεται σε ένα θρησκευτικό τάγμα μοναχών που προήλθε από το Βενεδικτίνικο τάγμα. Ιδρύθηκε τον 11ο αιώνα στο Cîteaux της Γαλλίας. Οι Cistercians επικεντρώνονται σε μια ζωή προσευχής και σκληρής εργασίας, και είναι γνωστοί για την απλή και αυστηρή ζωή τους καθώς και για την αρχιτεκτονική των μοναστηριών τους.
Η λέξη Cistercian χρησιμοποιείται κυρίως σε θρησκευτικούς και ιστορικούς τομείς, και λιγότερο στην καθημερινή ομιλία. Η χρήση της είναι πιο συνηθισμένη σε γραπτό κείμενο, όπως ακαδημαϊκές μελέτες.
Οι Τσιστερκιανοί μοναχοί ζούσαν μια απλή και αυστηρή ζωή.
The architecture of the Cistercian abbeys reflects their values of simplicity and humility.
Η αρχιτεκτονική των Τσιστερκιανών αββαείων αντικατοπτρίζει τις αξίες τους για απλότητα και ταπεινοφροσύνη.
Many historical texts describe the contributions of the Cistercian Order to agriculture and education.
Η λέξη Cistercian δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά είναι συνδεδεμένη με θρησκευτικά και πολιτιστικά συμφραζόμενα. Παρόλα αυτά, υπάρχουν κάποιες σχετικές προτάσεις:
Το πνεύμα κοινότητας των Τσιστερκιανών είναι εμφανές στις μοναστικές τους πρακτικές.
The contributions of Cistercian monks to medieval agriculture were significant.
Οι συνεισφορές των Τσιστερκιανών μοναχών στη μεσαιωνική γεωργία ήταν σημαντικές.
Cistercian music played an important role in the liturgical practices of the time.
Ο όρος Cistercian προέρχεται από το γαλλικό "cistercien", το οποίο σημαίνει "από το Cîteaux". Το Cîteaux είναι το μέρος στη Γαλλία όπου το τάγμα ιδρύθηκε το 1098.
Συνώνυμα: - Μοναχός της Cistercian (Cistercian monk)
Αντώνυμα: - Βενεδικτίνος (Benedictine) - αναφέρεται σε μοναχούς του Βενεδικτίνικου τάγματος, το οποίο έχει διαφορετική προσέγγιση στη μοναχική ζωή και τις πρακτικές.
Αυτές οι πληροφορίες καλύπτουν τη λέξη Cistercian με μια ολοκληρωμένη προσέγγιση που καλύπτει την έννοια, τη χρήση και τη σημασία της.