Ο όρος "Construction Corps" είναι ουσιαστικό και αναφέρεται σε μια ομάδα ή μονάδα που έχει ως κύρια αποστολή την εκτέλεση οικοδομικών έργων.
/kənˈstrʌkʃən kɔrz/
Το "Construction Corps" χρησιμοποιείται για να περιγράψει μια ομάδα εργατών ή μηχανικών που ασχολούνται με την κατασκευή κτιρίων, υποδομών ή άλλων κατασκευών. Ο όρος χρησιμοποιείται κυρίως σε στρατιωτικά και πολιτικά συμφραζόμενα, όπου μπορεί να αναφέρεται σε μονάδες που ειδικεύονται σε έργα υποδομής. Η συχνότητα χρήσης του είναι μεγαλύτερη στο γραπτό πλαίσιο, όπως σε επαγγελματικές ή κυβερνητικές αναφορές.
The Construction Corps was deployed to rebuild the damaged infrastructure after the disaster.
Το Σώμα Κατασκευών στάλθηκε για να ανακατασκευάσει την κατεστραμμένη υποδομή μετά την καταστροφή.
Many members of the Construction Corps have training in various construction trades.
Πολλοί από τα μέλη του Σώματος Κατασκευών έχουν εκπαίδευση σε διάφορες κατασκευαστικές τέχνες.
We are grateful for the efforts of the Construction Corps in helping to build homes for the displaced.
Είμαστε ευγνώμονες για τις προσπάθειες του Σώματος Κατασκευών που βοήθησε στην ανέγερση σπιτιών για τους εκτοπισμένους.
Ο όρος "Construction Corps" δεν είναι ευρέως διαδεδομένος σε ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο, μπορεί να γίνει αναφορά σε στρατιωτικές ή κυβερνητικές δράσεις.
The Construction Corps is always ready to lend a helping hand in times of crisis.
Το Σώμα Κατασκευών είναι πάντα έτοιμο να προσφέρει μια χείρα βοηθείας σε περιόδους κρίσης.
With the expertise of the Construction Corps, the project was completed ahead of schedule.
Με την εμπειρία του Σώματος Κατασκευών, το έργο ολοκληρώθηκε νωρίτερα από το προγραμματισμένο.
The cooperation between local authorities and the Construction Corps is vital for effective disaster response.
Η συνεργασία μεταξύ των τοπικών αρχών και του Σώματος Κατασκευών είναι ζωτικής σημασίας για την αποτελεσματική αντίδραση σε καταστροφές.
Ο όρος προέρχεται από τη λέξη "construction" (κατασκευή), που προέρχεται από το λατινικό "construere," και τον όρο "corps" (σώμα), που προέρχεται από το γαλλικό "corps" και δηλώνει μια οργανωμένη ομάδα.
Συνώνυμα: - Engineering Corps - Building Crew - Civil Engineers
Αντώνυμα: - Destruction Group - Demolition Team - Abandonment Unit
Αυτές οι πληροφορίες παρουσιάζουν τον όρο "Construction Corps" με στόχο να κατανοηθεί η σημασία του και η χρήση του στον αγγλόφωνο κόσμο.