Cork είναι ουσιαστικό και ρήμα.
/ kɔːrk /
Η λέξη "cork" αναφέρεται κυρίως στο φυσικό υλικό που χρησιμοποιείται για την κατασκευή πωμάτων (κυρίως για μπουκάλια κρασιού ή άλλων ποτών). Ως ρήμα, "to cork" σημαίνει να κλείνεις ή να βάζεις φελλό σε ένα μπουκάλι.
Συχνότητα χρήσης: Η λέξη χρησιμοποιείται συχνά και στις δύο μορφές, αλλά περισσότερο στον γραπτό λόγο, κυρίως σε κείμενα που σχετίζονται με τη βιομηχανία του κρασιού και αλκοολούχων ποτών.
The bottle of wine was sealed with a cork.
(Το μπουκάλι κρασιού ήταν σφραγισμένο με φελλό.)
I always cork the wine bottle after opening it to preserve its freshness.
(Πάντα βάζω φελλό στο μπουκάλι κρασιού μετά το άνοιγμα για να διατηρήσω τη φρεσκάδα του.)
He used a piece of cork to make a DIY cork board.
(Χρησιμοποίησε ένα κομμάτι φελλού για να φτιάξει έναν πίνακα με φελλό DIY.)
Don't forget to cork the bottle before storing it in the fridge.
(Μη ξεχάσεις να κλείσεις το μπουκάλι πριν το βάλεις στο ψυγείο.)
Corker of a story: μια πολύ ενδιαφέρουσα ή εντυπωσιακή ιστορία.
That was a corker of a story you told at the party! (Αυτή ήταν μια φοβερή ιστορία που είπες στη γιορτή!)
Corked wine: κρασί που έχει χαλάσει λόγω ελαττωματικού φελλού.
Η λέξη "cork" προέρχεται από τη μέση αγγλική λέξη "corc", που σημαίνει φελλός, και έχει ρίζες στα γαλλικά "cork", καθώς και στα λατινικά "cortex", που σημαίνει φλοιός.