Το "Cornhusker" είναι ουσιαστικό.
/ˈkɔrnˌhʌskər/
Η λέξη "Cornhusker" αναφέρεται συνήθως σε άτομο που ασχολείται με τη συγκομιδή του καλαμποκιού, δηλαδή το ξεφλούδισμα των καλαμποκιών από τα αυτιά τους μετά τη récolte. Η χρήση της είναι πιο συχνή στο γραπτό πλαίσιο, ειδικά σε κείμενα που αφορούν τη γεωργία και την αγροτική ζωή στις Ηνωμένες Πολιτείες, και ιδίως στη πολιτεία της Νεμπράσκα, όπου το καλαμπόκι είναι κύριο προϊόν.
The Cornhusker community gathers every year for the harvest festival.
Η κοινότητα των καλαμποκότηδων μαζεύεται κάθε χρόνο για το φεστιβάλ συγκομιδής.
Being a Cornhusker requires hard work and dedication during the harvest season.
Να είσαι καλαμποκότης απαιτεί σκληρή δουλειά και αφοσίωση κατά τη διάρκεια της εποχής συγκομιδής.
The Cornhusker state fair showcases the best crops and livestock in Nebraska.
Η πολιτεία της Νεμπράσκα παρουσιάζει τις καλύτερες σοδειές και ζώα στην αγροτική έκθεση.
Η λέξη "Cornhusker" δεν είναι ευρέως χρησιμοποιούμενη σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε φράσεις που αφορούν την αγροτική ζωή και τη συγκομιδή του καλαμποκιού. Εδώ είναι μερικές προτάσεις:
The Cornhusker spirit is about community and hard work.
Το πνεύμα των καλαμποκότηδων αφορά την κοινότητα και τη σκληρή δουλειά.
In the heart of Cornhusker country, farming is a way of life.
Στην καρδιά της χώρας των καλαμποκότηδων, η γεωργία είναι τρόπος ζωής.
Every Cornhusker knows the value of a good harvest.
Κάθε καλαμποκότης γνωρίζει την αξία μιας καλής σοδειάς.
The pride of a Cornhusker comes from the land they cultivate.
Η περηφάνια ενός καλαμποκότη προέρχεται από τη γη που καλλιεργούν.
Η λέξη "Cornhusker" συνδυάζει τη λέξη "corn" (καλαμπόκι) με την λέξη "husker", που προέρχεται από το ρήμα "to husk", το οποίο σημαίνει "ξεφλουδίζω". Έτσι, η ετυμολογία υποδηλώνει την δραστηριότητα του ξεφλουδίσματος του καλαμποκιού.
Συνώνυμα: - Farmer (γεωργός) - Agriculturist (αγρότης)
Αντώνυμα: - Urban dweller (κάτοικος πόλης) - Non-farmer (μη γεωργός)