DOC (Νoun)
/ˈdɑk/
Η λέξη "doc" είναι συντομογραφία για το "document" (έγγραφο) και αναφέρεται γενικά σε οποιοδήποτε γραπτό κείμενο ή αρχείο που περιέχει πληροφορίες. Στη σύγχρονη χρήση, μπορεί επίσης να αναφέρεται σε έγγραφα που δημιουργούνται ή διαχειρίζονται ψηφιακά. Χρησιμοποιείται συχνά σε γραπτό και προφορικό λόγο, κυρίως σε ευρύτερους και σχετικούς επαγγελματικούς τομείς, όπως η τεχνολογία πληροφοριών και η νομική.
Η "doc" χρησιμοποιείται συχνά στην καθημερινή γλώσσα, ιδιαίτερα στον τομέα της τεχνολογίας και του γραμματισμού, και είναι συχνότερη σε γραπτό πλαίσιο.
Χρειάζομαι να τελειώσω αυτό το έγγραφο μέχρι το τέλος της ημέρας.
Can you send me the doc for review?
Μπορείς να μου στείλεις το έγγραφο για ανασκόπηση;
The doc contains all the necessary information.
Η λέξη "doc" χρησιμοποιείται σε ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις, κυρίως σε επαγγελματικά ή εκπαιδευτικά πλαίσια:
Πέρασε από το έγγραφο.
Make sure to update the doc.
Βεβαιώσου ότι θα ενημερώσεις το έγγραφο.
Let's check the doc for errors.
Ας ελέγξουμε το έγγραφο για λάθη.
The doc was well-researched and informative.
Το έγγραφο ήταν καλά ερευντημένο και πληροφοριακό.
I attached the doc for your reference.
Η λέξη "doc" προέρχεται από τη λέξη "document", η οποία έχει λατινική ρίζα ("documentum") που σημαίνει "ένα που διδάσκει" ή "ένα που παρέχει πληροφορίες".