Το "dame" είναι ουσιαστικό.
/dæm/
Η λέξη "dame" μπορεί να μεταφραστεί στα ελληνικά ως: - κυρία - δεσποινίς - (σε ορισμένα συμφραζόμενα) δέσποινα
Η λέξη "dame" χρησιμοποιείται συχνά για να αναφερθεί σε μια γυναίκα, προορισμένη να έχει μια τιμητική ή ευγενική θέση. Στην γαλλική και αγγλική χρήση, η λέξη "dame" χρησιμοποιείται επίσης ως τίτλος π.χ. "Dame Judi Dench". Στη σύγχρονη χρήση, μπορεί να συνδέεται και με συγκεκριμένες ιδιότητες ή χαρακτηριστικά που αναμένονται από μια γυναίκα ως μέλος της κοινωνίας.
Η συχνότητα χρήσης της λέξης είναι μέτρια και χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αν και μπορεί να συναντηθεί περισσότερο στο γραπτό κείμενο.
Είναι μια κυρία υψηλής τιμής.
The dame at the entrance greeted us warmly.
Η κυρία στην είσοδο μας χαιρέτησε θερμά.
In the movie, she played the role of a dame from the old times.
Η λέξη "dame" μπορεί να εμφανιστεί σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις που αναφέρονται σε ειδικούς ρόλους ή χαρακτηριστικά των γυναικών.
Δεν είναι απλά οποιαδήποτε κυρία; Είναι μια κυρία με αποστολή.
The dame knows how to handle herself in tough situations.
Η κυρία ξέρει πώς να αντιμετωπίζει δύσκολες καταστάσεις.
Don't underestimate that dame; she's smart and fierce.
Μην υποτιμάς αυτή την κυρία; Είναι έξυπνη και έντονη.
Every dame in the room was impressed by his speech.
Κάθε κυρία στην αίθουσα εντυπωσιάστηκε από την ομιλία του.
That dame always stands up for what she believes.
Η λέξη "dame" προέρχεται από το γαλλικό "dame," το οποίο σημαίνει "κυρία" ή "δεσποίνισσα." Έχει τις ρίζες της στα λατινικά "domina," που σημαίνει "αφέντρα."
Συνώνυμα: - κυρία - δέσποινα - μαντάμ
Αντώνυμα: - κύριος - αρσενικός - άνδρας