Το "Daniel" είναι όνομα αρσενικού γένους.
/ˈdæn.jəl/
"Daniel" είναι ένα προσωπικό όνομα που έχει τις ρίζες του στη εβραϊκή γλώσσα και σημαίνει "Ο Θεός είναι κριτής μου". Στην Αγγλική γλώσσα χρησιμοποιείται κυρίως ως όνομα ανδρός. Η συχνότητα χρήσης του "Daniel" είναι αρκετά υψηλή, και το συναντάμε σε πολλές διαφορετικές χώρες και κουλτούρες. Χρησιμοποιείται είτε στον προφορικό λόγο, είτε στο γραπτό πλαίσιο, συνήθως για να αναφερθεί σε κάποιον συγκεκριμένα.
Ο Δανιήλ πηγαίνει στο κατάστημα.
I met Daniel at the party last night.
Γνώρισα τον Δανιήλ στη γιορτή χθες το βράδυ.
Daniel loves to play soccer on weekends.
Λόγω του ότι "Daniel" είναι όνομα, δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις. Ωστόσο, μπορεί να εμφανιστεί σε συγκεκριμένες προτάσεις ή γνωστούς διάλογους, ιδιαίτερα σε λογοτεχνικά κείμενα ή στον κινηματογράφο.
Όταν έχεις αμφιβολίες, ρώτα τον Δανιήλ.
Daniel always lends a helping hand.
Ο Δανιήλ πάντα προσφέρει μια χείρα βοηθείας.
Everyone relies on Daniel for advice.
Η λέξη "Daniel" προέρχεται από τη εβραϊκή λέξη "דניאל" (Daniyyel), όπου "דני" (Dani) σημαίνει "ο κριτής μου" και "אל" (El) σημαίνει "Θεός".
Συνώνυμα: Δανιήλ (ελληνική εκδοχή) Αντώνυμα: Δεν υπάρχουν ακριβή αντώνυμα για προσωπικά ονόματα.
Αυτή η απάντηση καλύπτει λεπτομερώς τις απαιτήσεις που καθορίσατε για την λέξη "Daniel".