Dent είναι ουσιαστικό και ρήμα.
/dɛnt/
Η λέξη "dent" αναφέρεται σε μια μικρή πενιχρή ή εγκοπή στην επιφάνεια ενός αντικειμένου, συνήθως σε μέταλλο ή πλαστικό. Ως ρήμα, σημαίνει να προκαλέσετε αυτή την εγκοπή σε ένα αντικείμενο. Χρησιμοποιείται συχνά σε σχέση με αυτοκίνητα ή άλλα οχήματα, όπου οι "dents" μπορεί να είναι αποτέλεσμα χτυπήματος ή πρόσκρουσης. Η χρήση αυτής της λέξης είναι αρκετά συχνή και απαντάται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο.
Παρατήρησα μια εγκοπή στη πλευρά του αυτοκινήτου μου μετά από την καταιγίδα.
Be careful not to make a dent when you move the furniture.
Η λέξη "dent" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε κάποιες ιδιωματικές εκφράσεις, κυρίως στο πλαίσιο μεταφορικών εννοιών:
We need to make a dent in our debt this year.
Put a dent in someone's confidence: αναφέρεται στο να μειώσεις την αυτοπεποίθηση κάποιου.
The criticism really put a dent in her confidence.
Make a small dent: να κάνεις μια μικρή πρόοδο ή αλλαγή.
Η λέξη "dent" προέρχεται από το γαλλικό "denter", που σημαίνει "να κάνεις εγκοπή" και έχει τις ρίζες της στη λατινική λέξη "dentatus", που σημαίνει "με δόντια" ή "γεμάτος δόντια".
Συνώνυμα: - Dimple - Indentation - Hollow
Αντώνυμα: - Bump (προεξοχή) - Protuberance (προβολή) - Elevated area (ανυψωμένη περιοχή)