Η λέξη "dormobile" είναι ουσιαστικό.
[ˈdɔːr.mə.ˌbiːl]
Dormobile: Κινητό σπίτι, τροχόσπιτο (συνήθως αναφέρεται σε αυτοκίνητα που είναι διαμορφωμένα για ύπνο).
Το "dormobile" αναφέρεται σε ένα αυτοκίνητο ή τροχόσπιτο που έχει διαμορφωθεί για να παρέχει δυνατότητες ύπνου, με εσωτερικούς χώρους που μπορούν να φιλοξενήσουν κρεβάτια και άλλες ανέσεις. Χρησιμοποιείται κυρίως σε συμφραζόμενα που σχετίζονται με το κάμπινγκ και την αυτοκινησία. Η χρήση του είναι πιο συχνή στον γραπτό λόγο, αν και μπορεί να χρησιμοποιηθεί και προφορικά σε συζητήσεις σχετικά με ταξίδια και κάμπινγκ.
Αγοράσαμε ένα κινητό σπίτι για το καλοκαιρινό μας ταξίδι.
The dormobile was perfect for our camping adventure in the mountains.
Το τροχόσπιτο ήταν τέλειο για την περιπέτεια κάμπινγκ μας στα βουνά.
They converted their old van into a dormobile to travel around Europe.
Η λέξη "dormobile" δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να συνδυαστεί με ορισμένες φράσεις που σχετίζονται με τον τουρισμό και το κάμπινγκ.
"Ζώντας το όνειρο στο κινητό μου σπίτι."
"We hit the road in our dormobile for the weekend."
"Βγήκαμε στο δρόμο με το κινητό μας σπίτι για το σαββατοκύριακο."
"The dormobile lifestyle allows you to explore new places freely."
"Ο τρόπος ζωής του κινητού σπιτιού σας επιτρέπει να εξερευνάτε νέα μέρη ελεύθερα."
"Every summer, my family and I take our dormobile to the coast."
"Κάθε καλοκαίρι, η οικογένειά μου και εγώ παίρνουμε το κινητό μας σπίτι στην ακτή."
"In the dormobile, we have everything we need for a comfortable trip."
"Στο τροχόσπιτο, έχουμε όλα όσα χρειαζόμαστε για ένα άνετο ταξίδι."
"They love the freedom of traveling in a dormobile."
"Λατρεύουν την ελευθερία του να ταξιδεύουν με ένα κινητό σπίτι."
"Staying in a dormobile gives you a sense of adventure."
"Η διαμονή σε ένα τροχόσπιτο σας δίνει μια αίσθηση περιπέτειας."
"A dormobile is ideal for spontaneous trips and getaways."
Η λέξη "dormobile" προέρχεται από την αγγλική γλώσσα και είναι μια σύνθετη λέξη που προέρχεται από το "dormir" (να κοιμάσαι στα γαλλικά) και "mobile" (κινητός), υποδηλώνοντας την ιδέα ενός χώρου που μπορεί να μεταφερθεί και χρησιμοποιηθεί για ύπνο.
Συνώνυμα: - Camper - RV (Recreational Vehicle) - Motorhome
Αντώνυμα: - Stable home (σταθερό σπίτι) - Fixed abode (σταθερή κατοικία)