Ρήμα
/ˈdraɪ.əz.dʌst/
Η λέξη "dryasdust" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που είναι εξαιρετικά βαρετό, άτονο ή αδιάφορο. Συχνά, ο όρος αναφέρεται σε κείμενα ή ομιλίες που δεν καταφέρνουν να κρατήσουν το ενδιαφέρον του ακροατηρίου ή του αναγνώστη. Η χρήση της είναι πιο συχνή σε γραπτές μορφές παρά στην προφορική γλώσσα.
Η διάλεξη για την ιστορία της λογιστικής ήταν όσο πιο βαρετή μπορούσε κανείς να φανταστεί.
Her presentation was dryasdust, lacking any engaging visuals or stories.
Η λέξη "dryasdust" χρησιμοποιείται σπάνια σε ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο υπάρχουν κάποιες προτάσεις:
Η ομιλία του ήταν μουντή, κάνοντάς το κοινό να αποκοιμηθεί.
I found the novel to be dryasdust, with no excitement or thrill in the plot.
Βρήκα το μυθιστόρημα βαρετό, χωρίς ενθουσιασμό ή ανατροπή στην πλοκή.
The report was filled with dryasdust statistics but lacked any meaningful analysis.
Η λέξη "dryasdust" προέρχεται από δύο λέξεις: "dry" (ξηρός) και "dust" (σκόνη), χρησιμοποιούμενες μεταφορικά για να δηλώσουν κάτι που είναι τόσο στεγνό σε περιεχόμενο και ενδιαφέρον όσο η σκόνη.
Συνώνυμα: - Boring (βαρετό) - Monotonous (μονοτονικό) - Tedious (κουραστικό)
Αντώνυμα: - Engaging (ενδιαφέρον) - Exciting (ενθουσιώδες) - Stimulating (ερεθιστικό)