Η λέξη "edge" είναι ουσιαστικό.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "edge" είναι /ɛdʒ/ σύμφωνα με το διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA).
Η λέξη "edge" μπορεί να μεταφραστεί στα Ελληνικά ως: - άκρη - κοπή - περιθώριο
Η λέξη "edge" αναφέρεται κυρίως στην πλευρά ή την άκρη ενός αντικειμένου, συχνά σε σχέση με την κοπή του. Μπορεί επίσης να αναφέρεται σε μια λεπτή διαχωριστική γραμμή ή σε μια πλεονεκτική κατάσταση.
"Edge" χρησιμοποιείται συχνά και στον προφορικό και στον γραπτό λόγο, αν και είναι περισσότερο εμφανής σε τεχνικά και επαγγελματικά περιβάλλοντα, όπως στον τομέα του σχεδίου ή της μηχανικής.
The knife has a sharp edge.
Το μαχαίρι έχει μια κοφτερή άκρη.
She stood on the edge of the cliff.
Αυτή στάθηκε στην άκρη του γκρεμού.
The new policy gives us an edge over competitors.
Η νέα πολιτική μας δίνει ένα πλεονέκτημα σε σχέση με τους ανταγωνιστές.
Η λέξη "edge" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις:
On the edge of one's seat
This phrase means to be in a state of anxious excitement.
I was on the edge of my seat during the final match.
Ήμουν στην άκρη της θέσης μου κατά τον τελικό αγώνα.
Cutting edge
Referring to the latest or most advanced stage in the development of something.
Our research is at the cutting edge of technology.
Η έρευνά μας είναι στην αιχμή της τεχνολογίας.
To have the edge
To have an advantage over someone or something.
He has the edge in experience over his competitors.
Αυτός έχει το πλεονέκτημα σε εμπειρία σε σχέση με τους ανταγωνιστές του.
Walk the edge
Refers to taking risks or being in a precarious situation.
She likes to walk the edge in her career choices.
Της αρέσει να περπατάει στην άκρη στις επαγγελματικές της επιλογές.
Η λέξη "edge" προέρχεται από την παλαιά Αγγλική λέξη "ecg", που σημαίνει "άκρη" ή "ληξικέφαλο", και έχει ρίζες στη Γερμανική γλώσσα.