Επίθετο / Ουσιαστικό
/ɛsˈtoʊniən/
Η λέξη "Esthonian" αναφέρεται είτε σε κάτι που σχετίζεται με την Εσθονία, είτε στον λαό ή τον πολιτισμό της χώρας αυτής. Χρησιμοποιείται ταξινομώντας τον εθνικότητα, τη γλώσσα ή πολιτιστικά στοιχεία που προέρχονται από την Εσθονία. Στη γλώσσα τα Αγγλικά, η χρήση της είναι συχνή, είτε στον προφορικό λόγο είτε σε γραπτά πλαίσια, αν και μπορεί να εμφανίζεται πιο συχνά σε πιο επίσημες ή ακαδημαϊκές καταστάσεις.
The Esthonian language is quite unique in Europe.
Η εσθονική γλώσσα είναι αρκετά μοναδική στην Ευρώπη.
Many Esthonian dishes are based on fresh fish and potatoes.
Πολλά εσθονικά πιάτα βασίζονται σε φρέσκο ψάρι και πατάτες.
She loves exploring Esthonian culture during her travels.
Αγαπά να εξερευνά τον εσθονικό πολιτισμό κατά τη διάρκεια των ταξιδιών της.
Η λέξη "Esthonian" δεν έχει πολλές καθιερωμένες ιδιωματικές εκφράσεις, όμως μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες φράσεις που σχετίζονται με τον πολιτισμό και τις παραδόσεις της Εσθονίας:
"He has an Esthonian flair for design."
Έχει μια εσθονική αίσθηση για το σχεδιασμό.
"Her Esthonian heritage influences her art."
Η εσθονική κληρονομιά της επηρεάζει την τέχνη της.
"The Esthonian spirit is reflected in their festivals."
Το εσθονικό πνεύμα αντικατοπτρίζεται στα φεστιβάλ τους.
"I want to learn Esthonian traditions."
Θέλω να μάθω εσθονικές παραδόσεις.
Η λέξη "Esthonian" προέρχεται από τη λέξη "Estonia," η οποία έχει πιθανές ρίζες από την αρχαία ελληνική λέξη "Αστίγνη" (Aestii) που αναφέρεται σε λαούς που ζούσαν στην περιοχή.
Συνώνυμα: - Εσθονικός - Εσθονός
Αντώνυμα: - Δεν υπάρχουν προφανή αντίθετα, ωστόσο μπορεί να χρησιμοποιηθούν γεωγραφικοί ή πολιτισμικοί όροι άλλων χωρών για αντιπαραθέσεις.