Extension είναι ουσιαστικό.
/ɪkˈstɛnʃən/
Η λέξη "extension" αναφέρεται σε κάτι που έχει επεκταθεί ή μια προσθήκη που αυξάνει τη διάρκεια, το μέγεθος ή την εμβέλεια ενός πράγματος. Χρησιμοποιείται συχνά σε τεχνολογικά, νομικά και καθημερινά πλαίσια. Η συχνότητα χρήσης της είναι αρκετά υψηλή, τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, με λίγο περισσότερη προτίμηση στον γραπτό λόγο, ειδικά σε επαγγελματικά και ακαδημαϊκά περιβάλλοντα.
The extension of the deadline allowed us to finish the project.
(Η επέκταση της προθεσμίας μας επέτρεψε να ολοκληρώσουμε το έργο.)
She submitted an extension request for her final paper.
(Υπέβαλε ένα αίτημα επέκτασης για την τελική της εργασία.)
The new extension on the house added a lot of space.
(Η νέα επέκταση στο σπίτι πρόσθεσε πολύ χώρο.)
Η λέξη "extension" χρησιμοποιείται συχνά σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις, που ενδέχεται να έχουν συγκεκριμένα νοήματα.
"Call for an extension"
(Ζητώ μια επέκταση): Αναδεικνύει τη διαδικασία ζητήματος χρόνου ή προθεσμίας.
"Time extension"
(Επέκταση χρόνου): Χρησιμοποιείται για να αναφέρεται στην παράταση ενός χρονικού περιθωρίου.
"Phone extension"
(Επέκταση τηλεφώνου): Αναφέρεται σε έναν αριθμό που συνδέεται με μία εσωτερική γραμμή μιας επιχείρησης.
Η λέξη "extension" προέρχεται από το λατινικό "extendere", που σημαίνει "να επεκτείνω", το οποίο αποτελείται από το πρόθεμα "ex-" (έξω) και το ρήμα "tendere" (να τεντώσω).
Expansion (εξάπλωση)
Αντώνυμα: