Το "faith" είναι ουσιαστικό.
/feɪθ/
Η λέξη "faith" αναφέρεται σε ένα ισχυρό αίσθημα πίστης ή εμπιστοσύνης σε κάτι ή κάποιον, συνήθως χωρίς άμεσες αποδείξεις. Χρησιμοποιείται ευρέως σε θρησκευτικά και φιλοσοφικά συμφραζόμενα, αλλά και στην καθημερινή γλώσσα για να εκφράσει εμπιστοσύνη σε ανθρώπους ή καταστάσεις.
Η λέξη "faith" έχει συχνή χρήση στην αγγλική γλώσσα, τόσο στον προφορικό λόγο όσο και στο γραπτό πλαίσιο, με πιθανή έμφαση σε θρησκευτικά κείμενα και συνομιλίες.
She has a strong faith in humanity.
(Έχει μια ισχυρή πίστη στην ανθρωπότητα.)
His faith helped him through hard times.
(Η πίστη του τον βοήθησε σε δύσκολες στιγμές.)
Η λέξη "faith" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στην αγγλική γλώσσα.
Keep the faith
(Κράτα την πίστη.)
Αυτή η φράση σημαίνει να διατηρείς ελπίδα και πίστη σε μια περίσταση, ανεξάρτητα από τις δυσκολίες.
Have faith in someone
(Έχω πίστη σε κάποιον.)
Χρησιμοποιείται όταν εκφράζεται εμπιστοσύνη σε κάποιον για να πετύχει ή να πράξει σωστά.
Leap of faith
(Άλμα πίστης.)
Αναφέρεται στην πράξη του να αναλαμβάνει κανείς ρίσκα βασισμένα σε πίστη παρά σε λογική.
Faith can move mountains
(Η πίστη μπορεί να μετακινήσει βουνά.)
Αυτή η φράση σημαίνει ότι η πίστη μπορεί να ξεπεράσει μεγάλες δυσκολίες.
Η λέξη "faith" προέρχεται από τη μέση Αγγλική λέξη "feith" και τη λατινική λέξη "fides", η οποία σημαίνει "πίστη" ή "εμπιστοσύνη".