Gael είναι ένα ουσιαστικό.
Φωνητική μεταγραφή: /ɡeɪl/
Ο όρος Gael αναφέρεται συνήθως σε άτομα από τη Σκωτία ή την Ιρλανδία που μιλούν τη γαελικά γλώσσα ή αυτοπροσωπογραφούν είναι από την γαελική κληρονομιά. Αποτελεί συχνά πολιτιστική αναφορά για τους Κελτικούς λαούς.
Η χρήση του Gael μπορεί να βρείτε κυρίως σε πολιτιστικούς και ιστορικούς περιγράμματα. Κατέχει μια σχετικά μέση συχνότητα χρήσης στα Αγγλικά, με έντονη παρουσία σε περιγράμματα που σχετίζονται με την πολιτιστική ταυτότητα. Στον προφορικό λόγο χρησιμοποιείται λιγότερο από ό,τι στα γραπτά κείμενα, ιδίως σε βιβλία, άρθρα και πολιτιστικά κείμενα.
Η κοινότητα των Γαέλ γιορτάζει την κληρονομιά της κάθε χρόνο.
Many Gaels continue to speak their language at home.
Οι γαελίτες δεν χρησιμοποιούνται τόσο ευρέως σε ιδιωματικές εκφράσεις, όμως υπάρχουν κάποιες πολιτιστικές φράσεις:
Χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που είναι απολύτως αληθινός ή αυθεντικός στην πολιτιστική του κληρονομιά.
Be a true Gael and embrace your roots.
Χρησιμοποιείται όταν καλείται κάποιος να επιδείξει υπερηφάνεια για την καταγωγή του.
A Gael’s heart is always at home.
Ο όρος Gael προέρχεται από την αρχαία κέλτικη λέξη που σχετίζεται με τους λαούς και τις γλώσσες της Σκωτίας και της Ιρλανδίας. Στην ουσία, ο όρος χρησιμοποιείται για να περιγράψει τους Κελτικούς ανθρώπους που διατηρούν τη γλώσσα και τα πολιτιστικά τους έθιμα.
Συνώνυμα: - Celt (Κέλτης) - Gaelic speaker (Ομιλητής Γαελικά)
Αντώνυμα: - Non-Gael (Μη Γαέλ) - Anglophile (Άγγλος φιλάνθρωπος/υποστηρικτής)
Αυτές οι πληροφορίες αναδεικνύουν τον όρο Gael και τη χρήση του στη γλώσσα Αγγλικά σε διάφορα πλήρη συμφραζόμενα.