Ουσιαστικό
/ dʒiːn /
Η λέξη "gene" αναφέρεται σε ένα τμήμα DNA που περιέχει τις οδηγίες για την παραγωγή πρωτεϊνών και, επομένως, είναι βασικό στοιχείο της κληρονομικότητας. Τα γονίδια είναι υπεύθυνα για τα χαρακτηριστικά ενός οργανισμού. Χρησιμοποιείται κυρίως σε επιστημονικά και βιολογικά πλαίσια, αλλά και στον καθημερινό λόγο όταν συζητούμε για κληρονομικά χαρακτηριστικά. Η χρήση της λέξης είναι πιο συνηθισμένη στο γραπτό πλαίσιο, ιδιαίτερα σε επιστημονικά άρθρα και βιβλία.
Το γονίδιο που είναι υπεύθυνο για το χρώμα των ματιών έχει ταυτοποιηθεί.
Scientists are studying how genes affect behavior.
Η λέξη "gene" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά υπάρχουν μερικές περιπτώσεις:
Έχει ένα γονίδιο καλοσύνης; Πάντα βοηθάει τους άλλους.
Gene pool
Η ποικιλία στο γονιδιακό απόθεμα είναι απαραίτητη για μια υγιή πληθυσμιακή ομάδα.
Jumping genes
Η λέξη "gene" προέρχεται από τη γαλλική λέξη "gène", η οποία επινοήθηκε από τον βιολόγο Wilhelm Johannsen το 1909, προερχόμενη από το ελληνικό "genos" που σημαίνει "γενετικό υλικό".
Συνώνυμα - γονίδιο - γενετική πληροφορία
Αντώνυμα - δεν υπάρχουν ακριβή αντώνυμα, καθώς η έννοια του γονιδίου είναι μοναδική στο πεδίο της γενετικής επιστήμης.