Το "General Commanding Officer" λειτουργεί ως ονόματα και συγκεκριμένα ως τίτλος.
/fənˈdʒɛnərəl kəˈmɑːndɪŋ ˈɒfɪsər/
Ο όρος "General Commanding Officer" αναφέρεται σε έναν υψηλόβαθμο στρατιωτικό αξιωματικό που είναι υπεύθυνος για τη διοίκηση μιας στρατιωτικής μονάδας ή δύναμης. Χρησιμοποιείται κυρίως σε στρατιωτικά και αμυντικά περιβάλλοντα. Η χρήση του είναι πιο συχνή στον γραπτό λόγο, σε επίσημες ανακοινώσεις, στρατιωτικά έγγραφα, και βιογραφίες στρατιωτικών προσωπικοτήτων.
Ο Γενικός Διοικητής απευθύνθηκε στις δυνάμεις πριν από την αποστολή.
All reports must be submitted to the General Commanding Officer for review.
Όλες οι αναφορές πρέπει να υποβάλλονται στον Γενικό Διοικητή για έλεγχο.
The General Commanding Officer emphasized the importance of teamwork.
Ο όρος "Commanding Officer" μπορεί να δηλώνει και άλλες σημαντικές έννοιες στη στρατιωτική ορολογία.
Μια επιβλητική παρουσία μπορεί να ενθαρρύνει ολόκληρη τη μονάδα.
He acted as the commanding voice during the negotiations.
Έπραξε ως η επιβλητική φωνή κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων.
Being a commanding officer requires strong leadership skills.
Το να είσαι διοικητής απαιτεί ισχυρές ηγετικές ικανότητες.
The commanding officer's decision was final.
Η απόφαση του διοικητή ήταν τελική.
She was recognized as a commanding officer for her strategic insights.
Ο όρος "General" προέρχεται από τη λατινική λέξη "generalis," που σημαίνει "γενικός, καθολικός." Ο όρος "Commanding" προέρχεται από τη λατινική "commandare," που σημαίνει "να διατάσσω." Αξιωματικός (officer) προέρχεται από τη λατινική "officium," που σημαίνει "καθήκον."
Συνώνυμα: - Commander - Leader - Chief
Αντώνυμα: - Subordinate - Follower - Trainee
Αυτός ο τίτλος είναι σημαντικός και συχνά μεταφορικά αναφέρεται σε ρόλους ηγεσίας και ευθύνης, τόσο σε στρατιωτικά όσο και σε άλλα ανθρωποκεντρικά πεδία.