Το "Grub-street work" λειτουργεί ως φράση και αναφέρεται σε ένα συγκεκριμένο τύπο εργασίας ή γραφής.
/ɡrʌb striːt wɜːrk/
Ο όρος "Grub Street" προέρχεται από μια πραγματική οδό στο Λονδίνο, η οποία συνδέθηκε με χαμηλής ποιότητας ή φτηνής λογοτεχνίας και δημοσιογραφίας, κυρίως τον 18ο αιώνα. Σημαίνει, γενικά, έργα ή συγγραφείς που διεκδικούν την ευρύτερη αγορά χωρίς την απαραίτητη ποιότητα. Η φράση χρησιμοποιείται αντίστοιχα για να περιγράψει κείμενα που είναι επιφανειακά ή γραμμένα μόνο για να κερδίσουν χρήματα.
Συχνότητα χρήσης: Ο όρος δεν είναι εξαιρετικά κοινός στην καθημερινή ομιλία, αλλά χρησιμοποιείται σε λογοτεχνικές αναφορές, ακαδημαϊκά κείμενα ή κριτικές που αφορούν την κεφαλαιακή ή πολιτιστική αξία της γραφής.
"Πολλοί συγγραφείς στον Γκράμπ Στριτ προσπαθούσαν απλώς να βγάλουν ένα μεροκάματο."
"Critics often dismissed his work as mere Grub Street writing."
"Οι κριτικοί συχνά απέρριπταν το έργο του ως απλή γραφή του Γκράμπ Στριτ."
"The novel was criticized for its Grub Street style and lack of depth."
Ο όρος "Grub Street" χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις που σχετίζονται με τη γραφή και την συγγραφή: 1. "He writes for Grub Street, churning out novels for the masses." - "Γράφει για τον Γκράμπ Στριτ, παράγοντας μυθιστορήματα για τις μάζες."
"Το τελευταίο της άρθρο φάνηκε σαν να το είχαν βγάλει από τον Γκράμπ Στριτ."
"We need to avoid Grub Street quality in our publications."
"Πρέπει να αποφύγουμε την ποιότητα του Γκράμπ Στριτ στις εκδόσεις μας."
"The author’s return to Grub Street themes disappointed his loyal readers."
"Η επιστροφή του συγγραφέα σε θέματα του Γκράμπ Στριτ απογοήτευσε τους πιστούς αναγνώστες του."
"There's a fine line between popular literature and Grub Street fare."
Η προέλευση του "Grub Street" χρονολογείται από τον 16ο αιώνα, όταν υπήρχε μια οδός στο Λονδίνο που ήταν γνωστή ως πηγή φτηνού και κακής ποιότητας λογοτεχνίας. Ο όρος αποτυπώθηκε στη ρομαντιστική literati κουλτούρα του 18ου και 19ου αιώνα, αναφερόμενος στην "πολιτιστική" γραφή.