Η λέξη "Hebrew" είναι ουσιαστικό.
/ˈhiːbruː/
Η λέξη "Hebrew" αναφέρεται κυρίως στη γλώσσα που ομιλείται από τους Εβραίους, και είναι μία από τις αρχαίες γλώσσες που χρησιμοποιούνται σήμερα. Χρησιμοποιείται επίσης για να αναφερθεί στους Εβραίους ως λαό ή στην παράδοσή τους. Η γλώσσα είναι μια από τις δύο επίσημες γλώσσες του κράτους του Ισραήλ και έχει σημαντική παρουσία στις θρησκευτικές κείμενα, όπως η Βίβλος.
Η συχνότητα χρήσης της λέξης "Hebrew" είναι αρκετά υψηλή στις συζητήσεις σχετικά με τη γλώσσα, τη θρησκεία ή την κουλτούρα και χρησιμοποιείται περισσότερο στο γραπτό πλαίσιο, ειδικά σε ακαδημαϊκά κείμενα ή μελέτες.
She is learning Hebrew to communicate better with her relatives in Israel.
(Αυτή μαθαίνει Εβραϊκά για να επικοινωνήσει καλύτερα με τους συγγενείς της στο Ισραήλ.)
The ancient Hebrew texts provide valuable insights into early Jewish culture.
(Τα αρχαία εβραϊκά κείμενα προσφέρουν πολύτιμες πληροφορίες για την πρώιμη εβραϊκή κουλτούρα.)
Hebrew is an official language of Israel alongside Arabic.
(Τα Εβραϊκά είναι επίσημη γλώσσα του Ισραήλ μαζί με τα Αραβικά.)
Η λέξη "Hebrew" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, όμως μπορεί να παίζει σημαντικό ρόλο σε πολιτισμικά και θρησκευτικά συμφραζόμενα. Όμως, υπάρχουν κάποιες σημαντικές προτάσεις που αντικατοπτρίζουν τη χρήση της:
"He studied Hebrew scripture to deepen his understanding of Judaism."
(Μελέτησε την εβραϊκή γραφή για να εμβαθύνει την κατανόησή του για τον Ιουδαϊσμό.)
"The Hebrew alphabet consists of 22 letters."
(Το εβραϊκό αλφάβητο αποτελείται από 22 γράμματα.)
"Learning Hebrew can be a rewarding experience for those interested in Jewish history."
(Η εκμάθηση Εβραϊκών μπορεί να είναι μια ικανοποιητική εμπειρία για όσους ενδιαφέρονται για την εβραϊκή ιστορία.)
Η λέξη "Hebrew" προέρχεται από το λατινικό “Hebraeus”, το οποίο με τη σειρά του προήλθε από το ελληνικό “Ἑβραίος”, και τελικά από την εβραϊκή λέξη “Ivri” (עִבְרִי), που σημαίνει "αυτός που διασχίζει". Ο όρος αναφέρεται στον λαό που πέρασε τον ποταμό Ιορδάνη.
Συνώνυμα: - Jewish (Εβραίος, ως αναφορά σε κουλτούρα/θρησκεία) - Ivrit (העברית - η εβραϊκή γλώσσα στα εβραϊκά)
Αντώνυμα: - Gentile (Μη Εβραίος, ως αναφορά σε όλα τα μη-εβραϊκά έθνη) - Pagan (ειδωλολατρικός, καθώς αναφέρεται σε μη-μονοθεϊστικές θρησκείες)