Η λέξη "enchanted" περιγράφει μια κατάσταση μαγείας ή θαυμασμού, όπου κάποιο άτομο νιώθει γοητευμένο ή γοητευμένο από κάτι ή κάποιον. Χρησιμοποιείται συχνά στην αγγλική γλώσσα για να εκφράσει ενθουσιασμό ή καθηλωτική ομορφιά. Η χρήση της είναι συχνά πιο κοινή στον γραπτό λόγο, αν και απαντάται επίσης σε προφορικές συζητήσεις.
Είμαι γοητευμένος από την ομορφιά του ηλιοβασιλέματος.
After meeting her, I realized that I am enchanted.
Μετά τη συνάντησή μας, συνειδητοποίησα ότι είμαι γοητευμένος.
He said he was enchanted to be part of the project.
Η λέξη "enchanted" χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις που σχετίζονται με την γοητεία και τον θαυμασμό:
Πάντα νιώθω γοητευμένος από το χαμόγελό της.
An enchanted evening.
Είχαν μια γοητευτική βραδιά μπροστά στο τζάκι.
To be enchanted with a place.
Η λέξη "enchant" προέρχεται από τη Λατινική λέξη "incantare," που σημαίνει "να τραγουδάς ή να μιλάς μαγικά". Ουσιαστικά, αναφέρεται στην ιδέα να προκαλείς ένα αίσθημα μαγείας ή έλξης.