I am enchanted - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

I am enchanted (αγγλικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Φωνητική μεταγραφή

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη "enchanted" περιγράφει μια κατάσταση μαγείας ή θαυμασμού, όπου κάποιο άτομο νιώθει γοητευμένο ή γοητευμένο από κάτι ή κάποιον. Χρησιμοποιείται συχνά στην αγγλική γλώσσα για να εκφράσει ενθουσιασμό ή καθηλωτική ομορφιά. Η χρήση της είναι συχνά πιο κοινή στον γραπτό λόγο, αν και απαντάται επίσης σε προφορικές συζητήσεις.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. I am enchanted by the beauty of the sunset.
  2. Είμαι γοητευμένος από την ομορφιά του ηλιοβασιλέματος.

  3. After meeting her, I realized that I am enchanted.

  4. Μετά τη συνάντησή μας, συνειδητοποίησα ότι είμαι γοητευμένος.

  5. He said he was enchanted to be part of the project.

  6. Είπε ότι ήταν γοητευμένος που ήταν μέρος του έργου.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "enchanted" χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις που σχετίζονται με την γοητεία και τον θαυμασμό:

  1. To feel enchanted by someone or something.
  2. Να νιώθεις γοητευμένος από κάποιον ή κάτι.
  3. Example: "I always feel enchanted by her smile."
  4. Πάντα νιώθω γοητευμένος από το χαμόγελό της.

  5. An enchanted evening.

  6. Μια γοητευτική βραδιά.
  7. Example: "They had an enchanted evening by the fireplace."
  8. Είχαν μια γοητευτική βραδιά μπροστά στο τζάκι.

  9. To be enchanted with a place.

  10. Να είσαι γοητευμένος από έναν τόπο.
  11. Example: "After my trip, I am completely enchanted with Paris."
  12. Μετά το ταξίδι μου, είμαι εντελώς γοητευμένος από το Παρίσι.

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη "enchant" προέρχεται από τη Λατινική λέξη "incantare," που σημαίνει "να τραγουδάς ή να μιλάς μαγικά". Ουσιαστικά, αναφέρεται στην ιδέα να προκαλείς ένα αίσθημα μαγείας ή έλξης.

Συνώνυμα και Αντώνυμα



25-07-2024