"L-bar" λειτουργεί κυρίως ως ένα όρο που χρησιμοποιείται σε γλωσσολογικές και στατιστικές αναλύσεις, ιδιαίτερα στη φωνητική.
/ɛl bɑːr/
Ο όρος "L-bar" χρησιμοποιείται κυρίως σε γλωσσικές επιστήμες και αναλύσεις για να αναφέρεται σε μια γραμμή ή τμήμα που σχετίζεται με τον φθόγγο /l/. Σε γλωσσολογικά μοντέλα, μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να σηματοδοτήσει την παρουσία του ήχου "L" σε διάφορες γλώσσες. Η χρήση του μπορεί να παρατηρηθεί πιο συχνά σε γραπτά κείμενα, ερευνητικά χαρτιά και αναλύσεις παρά σε καθημερινό προφορικό λόγο.
The concept of L-bar is crucial in phonetics and linguistics.
(Η έννοια του L-bar είναι κρίσιμη στη φωνητική και γλωσσολογία.)
Researchers often measure linguistic variables with tools that utilize the L-bar.
(Οι ερευνητές συχνά μετρούν γλωσσικές μεταβλητές με εργαλεία που χρησιμοποιούν το L-bar.)
Ο όρος "L-bar" δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά εάν αναζητήσουμε σχετικούς τρόπους χρήσης στον γλωσσολογικό τομέα, θα μπορούσαμε να περιλάβουμε τις παρακάτω προτάσεις:
In the study of phonetics, the L-bar indicates how the 'L' sound is produced in different dialects.
(Στη μελέτη της φωνητικής, το L-bar δείχνει πώς παράγεται ο ήχος 'L' σε διαφορετικά διαλέκτους.)
Analyzing the L-bar can reveal much about a speaker's accent.
(Η ανάλυση του L-bar μπορεί να αποκαλύψει πολλά για την προφορά ενός ομιλητή.)
The L-bar serves as an important reference point in articulatory phonetics.
(Το L-bar λειτουργεί ως σημαντικό σημείο αναφοράς στη αρθρωτική φωνητική.)
Ο όρος "L-bar" προέρχεται από την αγγλική γλώσσα, όπου "L" αναφέρεται στον φθόγγο वाले ήχου της λέξης και "bar" χρησιμοποιείται για να δηλώσει μια γραμμή ή μέτρηση.
Συνώνυμα - Λ-γραμμή - Λ-μέτρηση
Αντώνυμα - Geen (όρος που δεν αποδίδει κάποια αντίθεση)
Ο όρος “L-bar” έχει πιο εξειδικευμένη χρήση, οπότε δεν υπάρχουν κατευθείαν αντίθετοι όροι ή συνώνυμα.