MIC - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

MIC (αγγλικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Το "mic" είναι αργκό για τη λέξη "microphone" και χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό.

Φωνητική μεταγραφή

/maɪk/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικά

Σημασία της λέξης

Η λέξη "mic" αναφέρεται σε συσκευή που μετατρέπει τις ηχητικές κυματισμούς σε ηλεκτρικά σήματα, επιτρέποντας την καταγραφή ή την ενίσχυση ήχων. Στη γλώσσα των Αγγλικών, η λέξη χρησιμοποιείται ευρέως σε μουσικά, θεατρικά και τηλεοπτικά πλαίσια. Η χρήση της είναι πιο κοινή στον προφορικό λόγο, ιδιαίτερα σε άτυπες συνομιλίες και σε δημιουργικά περιβάλλοντα.

Παραδειγματικές προτάσεις

  1. "Can you pass me the mic, please?"
    "Μπορείς να μου δώσεις το μικρόφωνο, παρακαλώ;"

  2. "He always wants to be the one on the mic."
    "Πάντα θέλει να είναι αυτός που μιλάει στο μικρόφωνο."

  3. "She has an amazing voice when she's on the mic."
    "Έχει εκπληκτική φωνή όταν είναι στο μικρόφωνο."

Ιδιωματικές εκφράσεις με τη λέξη "mic"

  1. "Drop the mic."
    Σημαίνει να κάνεις μια εντυπωσιακή ή καταληκτική δήλωση και έπειτα να αποσύρεσαι ή να τελειώνεις την ομιλία σου.
    Μετάφραση: "Άφησε το μικρόφωνο."

  2. "On the mic."
    Χρησιμοποιείται για να δηλώσει ότι κάποιος μιλά ή εκτελεί σε μικρόφωνο, συχνά σε δημόσιες παραστάσεις.
    Μετάφραση: "Στο μικρόφωνο."

  3. "Take the mic."
    Συμβολίζει ότι κάποιος αναλαμβάνει την πρωτοκαθεδρία ή τον ρόλο του ομιλητή.
    Μετάφραση: "Πάρε το μικρόφωνο."

  4. "Pass the mic."
    Χρησιμοποιείται όταν κάποιος παραδίδει τον λόγο ή τη δυνατότητα ομιλίας σε κάποιον άλλο.
    Μετάφραση: "Δώσε το μικρόφωνο."

Ετυμολογία

Η λέξη "mic" είναι μια συντομογραφία του "microphone", που προέρχεται από το ελληνικό "μικρός" (micro) και το "φωνή" (phone), επομένως σημαίνει "μικρή φωνή".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - Microphone - Sound amplifier

Αντώνυμα: - Silence
- Mute



25-07-2024