Η λέξη "Marian" είναι ουσιαστικό και μπορεί επίσης να χρησιμοποιείται ως επίθετο.
/ˈmɛr.i.ən/
Η λέξη "Marian" αναφέρεται κυρίως σε σχέσεις με τη Μαρία ή τον Χριστιανισμό και αποτυπώνει μια σύνδεση με την Παναγία. Είναι ένα κοινό όνομα που χρησιμοποιείται συνήθως σε χώρες που ομιλούν Αγγλικά και άλλες γλώσσες. Χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αν και πιθανώς εμφανίζεται με μεγαλύτερη συχνότητα σε γραπτά κείμενα, όπως βιβλία ή θρησκευτικά κείμενα. Η χρήση του είναι πιο περιορισμένη στη σύγχρονη ομιλία, αν και διατηρεί μια διαχρονική σημασία.
Η Μαριαν αγαπά να διαβάζει ιστορικά μυθιστορήματα.
They attended the Marian festival together.
Παρακολούθησαν το φεστιβάλ Μαριαν μαζί.
Marian is a talented artist.
Η λέξη "Marian" δεν είναι ευρέως χρησιμοποιούμενη σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να εμπλέκεται σε θρησκευτικά ή πολιτιστικά συμφραζόμενα.
Η Μαριαν λατρεία είναι ουσιώδης στην Καθολική Εκκλησία.
Marian icons are often found in Orthodox churches.
Οι Μαριαν εικόνες βρίσκονται συχνά σε Ορθόδοξες εκκλησίες.
She had a Marian spirit throughout her life.
Είχε ένα Μαριαν πνεύμα σε όλη τη ζωή της.
The Marian pilgrimage attracted thousands of believers.
Η λέξη "Marian" προέρχεται από το όνομα "Mary", το οποίο έχει τις ρίζες του στη εβραϊκή λέξη "Miriam". Χρησιμοποιείται ως προσδιορισμός που σχετίζεται με τη Μαρία, επισημαίνοντας μια θεϊκή ή θρησκευτική διάσταση.