Ο συνδυασμός λέξεων "Member of Parliament" λειτουργεί ως ουσιαστικό.
/ˈmɛmbər əv ˈpɑːr.lɪ.mənt/
Το "Member of Parliament" (Μέλος του Κοινοβουλίου) αναφέρεται σε ένα άτομο που έχει εκλεγεί για να εκπροσωπήσει τους πολίτες σε ένα κοινοβούλιο. Χρησιμοποιείται κυρίως στο πλαίσιο των πολιτικών διαδικασιών και της διακυβέρνησης, όπου οι Βουλευτές συμμετέχουν στη νομοθετική διαδικασία και στο σχεδιασμό πολιτικών.
Η χρήση αυτού του όρου είναι πιο συχνή σε γραπτό πλαίσιο, όπως νόμοι, πολιτικές συζητήσεις και ειδήσεις, αν και μπορεί επίσης να εμφανιστεί σε προφορικές συζητήσεις σχετικά με την πολιτική.
Ο βουλευτής παρακολούθησε τη συνάντηση για να συζητήσει νέες πολιτικές.
Every Member of Parliament plays a vital role in the legislative process.
Κάθε βουλευτής παίζει σημαντικό ρόλο στη νομοθετική διαδικασία.
The new Member of Parliament promised to address the concerns of his constituents.
Ο όρος "Member of Parliament" δεν συνδέεται σε μεγάλο βαθμό με σταθερές ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο, υπάρχουν μερικές κοινές φράσεις που σχετίζονται με τη λειτουργία και τις υποχρεώσεις ενός βουλευτή.
Η φωνή του βουλευτή μπορεί να επηρεάσει τη δημόσια γνώμη.
A Member of Parliament in action at a community meeting raises awareness.
Ένας βουλευτής σε δράση σε μια κοινοτική συνάντηση ευαισθητοποιεί.
The duty of a Member of Parliament is to represent their constituents faithfully.
Το καθήκον ενός βουλευτή είναι να εκπροσωπεί τους ψηφοφόρους του πιστά.
Every Member of Parliament should engage in dialogue with their voters.
Ο όρος "Member of Parliament" προέρχεται από τη λατινική λέξη "membrum", που σημαίνει "μέλος", και την γαλλική λέξη "parlement", που προέρχεται από την ρίζα "parler", που σημαίνει "να μιλήσω". Σημαίνει λοιπόν "μέλος ενός σώματος που μιλά".
Συνώνυμα: - Legislator - Congressman/Congresswoman (σε Η.Π.Α. πλαίσιο)
Αντώνυμα: - Citizen (πολίτης) - Non-member (μη μέλος)
Αυτός είναι ένας συνοπτικός οδηγός για τον όρο "Member of Parliament". Αν έχετε άλλες ερωτήσεις ή θέλετε περισσότερες λεπτομέρειες, παρακαλώ ενημερώστε με!