Middle English είναι ένα ουσιαστικό.
/ˈmɪdəl ˈɪŋɡlɪʃ/
Middle English αναφέρεται στη μορφή της αγγλικής γλώσσας που χρησιμοποιήθηκε από περίπου το 1150 έως το 1500 μ.Χ. Αυτή η περίοδος έρχεται μετά την Αγγλοσαξονική Αγγλική (Old English) και πριν από την Νέα Αγγλική (Modern English). Χρησιμοποιείται κυρίως στα λογοτεχνικά έργα της εποχής, όπως τα έργα του Geoffrey Chaucer. Ως θέμα, η αναφορά του Middle English συχνά εμφανίζεται σε γλωσσολογικές συζητήσεις και μελέτες ιστορίας της γλώσσας.
Η χρήση του είναι πιο συνηθισμένη στο γραπτό πλαίσιο, κυρίως λόγω των γραπτών κειμένων που επιβίωσαν κι αναλύονται από γλωσσολόγους και ιστορικούς.
Middle English literature is often studied in universities.
Η λογοτεχνία των Μεσαίων Αγγλικών μελετάται συχνά στα πανεπιστήμια.
Many historical texts were written in Middle English.
Πολλά ιστορικά κείμενα έχουν γραφτεί στα Μεσαία Αγγλικά.
Το Middle English δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε ιδιωματικές εκφράσεις στην σύγχρονη γλώσσα, λόγω της συγκεκριμένης ιστορικής του φύσης. Ωστόσο, υπάρχουν αναφορές που σχετίζονται με τη γλώσσα ή την κουλτούρα της εποχής:
"To read Chaucer in Middle English"
(Να διαβάσεις τον Chaucer στα Μεσαία Αγγλικά)
Είναι ένα είδος χρήσης που αναφέρεται σε όσους προσπαθούν να κατανοήσουν και να εκτιμήσουν τη λογοτεχνία της εποχής.
"Understanding Middle English can be challenging."
(Η κατανόηση των Μεσαίων Αγγλικών μπορεί να είναι προκλητική.)
Αυτή η φράση χρησιμοποιείται για να περιγράψει τη δυσκολία που μπορεί να έχει κάποιος στην ανάγνωση και κατανόηση του Middle English.
Η φράση "Middle English" προέρχεται από τη λέξη "middle", που σημαίνει "μεσαίος" (σε αντίθεση με "old" και "modern"), και την λέξη "English", που αναφέρεται στη γλώσσα του βρετανικού λαού.
Συνώνυμα: - Medieval English - Anglo-Norman English (σε συγκεκριμένο πλαίσιο)
Αντώνυμα: - Old English (Αγγλοσαξονική Αγγλική) - Modern English (Νέα Αγγλική)