Mosaic - ουσιαστικό (noun).
/ˈmoʊzeɪɪk/
Η λέξη "mosaic" αναφέρεται σε μια μορφή τέχνης ή τεχνικής, στην οποία μικρά κομμάτια από διάφορα υλικά (όπως γυαλί, πέτρα, ξύλο) συνδυάζονται για να δημιουργήσουν μια συνολική εικόνα ή σχέδιο. Στον προφορικό και γραπτό λόγο, η χρήση της λέξης "mosaic" είναι σχετικά συχνή, ειδικά σε καλλιτεχνικά και αρχιτεκτονικά συμφραζόμενα.
Η εκκλησία στολίστηκε με ένα όμορφο μωσαϊκό που απεικονίζει σκηνές από τη Βίβλο.
Artists have been experimenting with mosaic techniques for centuries.
Η λέξη "mosaic" δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί μεταφορικά για να περιγράψει σύνθετες καταστάσεις ή συλλογές διαφορετικών στοιχείων.
Η ζωή είναι ένα μωσαϊκό εμπειριών που διαμορφώνουν αυτό που είμαστε.
Our community is like a mosaic, with people from various cultures and backgrounds.
Η λέξη "mosaic" προέρχεται από τη λατινική λέξη "mosaicum" και την ελληνική λέξη "μουσαϊκόν" (mousaikón), που προέρχεται από τη λέξη “μουσική”, αναφερόμενη στην τέχνη που θεωρούνταν «έμπνευση των μουσών».
Συνώνυμα: - Collage - Patchwork
Αντώνυμα: - Uniformity - Simplicity
Η λέξη "mosaic" είναι πλούσια σε σημασία και χρήση, τόσο από καλλιτεχνική όσο και από μεταφορική άποψη. Χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει πολύπλοκες καταστάσεις που περιλαμβάνουν ποικιλία και αντιφάσεις.