Ο όρος "National Gallery" είναι ουσιαστικό (noun).
/ˈnæʃənl ˈɡæleri/
Η "National Gallery" αναφέρεται, συχνά, σε έναν τύπο δημόσιας πινακοθήκης ή γκαλερί που στεγάζει έργα τέχνης που ανήκουν στο κράτος. Συνήθως περιλαμβάνει διάσημα έργα ζωγραφικής και άλλες μορφές τέχνης. Η χρήση της φράσης "National Gallery" είναι συχνή σε πολιτιστικά και εκπαιδευτικά συμφραζόμενα, και μπορεί να αναφέρεται σε συγκεκριμένες γκαλερί, όπως η Εθνική Πινακοθήκη του Λονδίνου. Η φράση χρησιμοποιείται κυρίως σε γραπτό πλαίσιο αλλά μπορεί να συναντηθεί και στον προφορικό λόγο.
Η Εθνική Πινακοθήκη φιλοξενεί πολλά αριστουργήματα της δυτικής τέχνης.
She spent the afternoon exploring the exhibits at the National Gallery.
Πέρασε το απόγευμα εξερευνώντας τις εκθέσεις στην Εθνική Πινακοθήκη.
We visited the National Gallery during our trip to London.
Αν και η φράση "National Gallery" δεν απαντάται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε πολιτιστικά συμφραζόμενα και να κατανοηθεί ευρύτερα.
"Η τέχνη στην Εθνική Πινακοθήκη αντικατοπτρίζει την εξέλιξη της κοινωνίας."
"She drew inspiration from the National Gallery for her new painting."
"Αντλούσε έμπνευση από την Εθνική Πινακοθήκη για τον νέο της πίνακα."
"Many tourists flock to the National Gallery to see famous artworks."
Η φράση "National Gallery" προέρχεται από τη λέξη "national", που σημαίνει "εθνικός", και τη λέξη "gallery", που προέρχεται από την παλαιά γαλλική λέξη "galerie", η οποία σημαίνει μια μακρά και στενή αίθουσα με αντίκες ή τέχνη.
Συνώνυμα: - Public Art Gallery - State Gallery
Αντώνυμα: - Private Gallery - Personal Collection