Ακρωνύμιο (προέρχεται από τις λέξεις "Open Source Software").
/ˈoʊ.pən sɔrs ˈsɔf.twer/
Το OSS αναφέρεται σε λογισμικό του οποίου ο πηγαίος κώδικας είναι προσβάσιμος στο κοινό, επιτρέποντας σε οποιονδήποτε να τον μελετήσει, να τον τροποποιήσει και να τον διανείμει. Το OSS χρησιμοποιείται ευρέως στην τεχνολογία πληροφορικής και ανάπτυξης λογισμικού. Έχει γίνει δημοφιλές για την ευελιξία, την κοστολόγηση και την υποστήριξη που προσφέρει από κοινότητες προγραμματιστών.
Η χρήση του OSS έχει εκτοξευθεί στον προγραμματισμό και την ανάπτυξη λογισμικού, με πολλές εταιρείες και οργανισμούς να το υιοθετούν για διάφορους σκοπούς.
Το λογισμικό ανοικτού κώδικα έχει μεταμορφώσει τον τρόπο ανάπτυξης λογισμικού.
Many developers prefer using OSS for its flexibility and community support.
Πολλοί προγραμματιστές προτιμούν να χρησιμοποιούν λογισμικό ανοικτού κώδικα για την ευελιξία του και την υποστήριξη της κοινότητας.
Companies can save costs by adopting OSS solutions instead of proprietary software.
Η υιοθέτηση του λογισμικού ανοικτού κώδικα μπορεί να οδηγήσει σε καινοτόμες λύσεις.
"OSS communities often provide better support than commercial vendors."
Οι κοινότητες του λογισμικού ανοικτού κώδικα συχνά παρέχουν καλύτερη υποστήριξη από τις εμπορικές εταιρείες.
"Choosing OSS can help in reducing vendor lock-in."
Η επιλογή του λογισμικού ανοικτού κώδικα μπορεί να βοηθήσει στη μείωση της εξάρτησης από προμηθευτές.
"OSS projects thrive on collaboration and shared knowledge."
Η έννοια του "Open Source" προήλθε από την ανάγκη να υπάρχει περισσότερη διαφάνεια και συνεργασία στον προγραμματισμό λογισμικού, και αρχικά χρησιμοποιήθηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1990.