"PSP" είναι ένα αρκτικόλεξο και δεν έχει συγκεκριμένο μέρος του λόγου από μόνο του. Χρησιμοποιείται κυρίως ως ουσιαστικό στην αναφορά του συστήματος παιχνιδιών.
/ piː ɛs piː /
Το PSP (PlayStation Portable) είναι μια φορητή κονσόλα παιχνιδιών που αναπτύχθηκε από την Sony. Χρησιμοποιήθηκε κυρίως για τη διασκέδαση μέσω βιντεοπαιχνιδιών και πολυμέσων.
Χρήση στη γλώσσα Αγγλικά: Συχνά αναφέρεται σε συζήτησεις που αφορούν βιντεοπαιχνίδια και ηλεκτρονικό αθλητισμό.
Συχνότητα χρήσης: Χρησιμοποιείται περισσότερο σε εμπορικά και τεχνολογικά πλαίσια, όπως σε άρθρα ή συζητήσεις για κονσόλες βιντεοπαιχνιδιών. Είναι επίσης κοινό σε φιλικές συζητήσεις μεταξύ gamers.
"Μου αρέσει να παίζω παιχνίδια στο PSP μου."
"The PSP has a wide variety of games available."
"Το PSP διαθέτει μεγάλη ποικιλία παιχνιδιών."
"Many people still cherish their PSP despite newer consoles."
Το PSP δεν χρησιμοποιείται κοινά σε ιδιωματικές εκφράσεις, όμως μπορεί να εμφανίζεται σε συγκεκριμένα συμφραζόμενα.
"Έπαιρνε το PSP του παντού όπου πήγαινε."
"During the road trip, the kids kept busy with their PSPs."
"Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού, τα παιδιά απασχολούνταν με τα PSP τους."
"My brother prefers his PSP over his tablet."
Το PSP δημιουργήθηκε από την Sony και κυκλοφόρησε το 2004. Το όνομα σημαίνει PlayStation Portable, υποδεικνύοντας την φορητή φύση του.
Συνώνυμα: - Portable gaming console - Handheld console
Αντώνυμα: - Home console - Stationary gaming system
Αυτές οι πληροφορίες παρέχουν μια ολοκληρωμένη εικόνα του PSP και της σημασίας του στην κουλτούρα των βιντεοπαιχνιδιών.