Όρος: Όρος (όνομα, βιβλιογραφικός τίτλος)
Φωνητική μεταγραφή: /pæl mæl ɡəˈzɛt/
Pall Mall Gazette ήταν μια βρετανική εφημερίδα που εκδιδόταν τον 19ο και τον πρώιμο 20ό αιώνα. Ιδρύθηκε το 1865 και ονομαζόταν έτσι από την οδό Pall Mall στο Λονδίνο. Ήταν γνωστή για την κάλυψη θεμάτων που σχετίζονται με την πολιτική, την κοινωνία και τις τέχνες. Η έκδοση της γκαζέτας ανέπτυξε έντονη δημοσιογραφική δραστηριότητα και είχε σημαντική επιρροή στη δημόσια συζήτηση της εποχής.
Χρήση στη γλώσσα Αγγλικά: Ο όρος χρησιμοποιείται κυρίως σε ιστορικά ή λογοτεχνικά συμφραζόμενα και δεν εμφανίζεται συχνά σε σύγχρονες συνομιλίες. Συχνότητα χρήσης: Σπάνια χρησιμοποιείται στον προφορικό λόγο, κυρίως σε γραπτά κείμενα.
The Pall Mall Gazette was one of the pioneering newspapers in its time renowned for serious journalism.
(Η Γκαζέτα Παλ Μαλ ήταν μία από τις πρωτοπόρες εφημερίδες της εποχής της, γνωστή για τη σοβαρή δημοσιογραφία.)
I found an article from the Pall Mall Gazette dated back to 1890 discussing societal issues.
(Βρήκα ένα άρθρο από τη Γκαζέτα Παλ Μαλ που χρονολογείται από το 1890 και συζητάει κοινωνικά ζητήματα.)
Ο όρος "Pall Mall Gazette" δεν αποτελεί μέρος γνωστών ιδιωματικών εκφράσεων, ωστόσο μπορούμε να εξετάσουμε άλλες σχετικές εκφράσεις που σχετίζονται με την εφημερίδα ή την δημοσιογραφία.
"The pen is mightier than the sword, as shown by the Pall Mall Gazette in its vigorous criticisms."
(Η πένα είναι πιο ισχυρή από το ξίφος, κάτι που αποδείχθηκε από τη Γκαζέτα Παλ Μαλ με τις ζωηρές κριτικές της.)
"Reading the archives of the Pall Mall Gazette gives insight into the societal dilemmas of the past."
(Η ανάγνωση των αρχείων της Γκαζέτας Παλ Μαλ προσφέρει πληροφορίες για τα κοινωνικά διλήμματα του παρελθόντος.)
Pall Mall είναι ονομασία δρόμου στο Λονδίνο, προερχόμενη από τη γαλλική λέξη "palle-mail" που αναφέρεται σε ένα παιγνίδι όπως το croquet. Gazette προέρχεται από την ιταλική λέξη "gazzetta", που αρχικώς αναφερόταν σε ένα νόμισμα και αργότερα σε μια παραγωγική έκδοση ή εφημερίδα.
Συνώνυμα: - Newspaper - Periodical
Αντώνυμα: - Ignorance (ως προς την ενημέρωση) - Unpublished material